Το Elounda Breeze στην Ελούντα

Στην επόμενη ημέρα του ελληνικού τουρισμού εστιάζει νέα μελέτη της PwC, στην οποία επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι με εξαίρεση την Κρήτη ο ξενοδοχειακός κλάδος παρουσιάζει τάσεις υπερπροσφοράς. Τονίζεται ότι μέσα στην επόμενη 5ετία πρεπει να γίνουν επενδύσεις περίπου 5 δισ. (κυρίως σε Κρήτη, Ιόνιο, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία) και επί το πλείστον για επεκτάσεις  – υφιστάμενων μονάδων, ενώ σημειώνεται ότι το 77% της συνολικής χωρητικότητας υλικών συγκεντρώνεται στις παραπάνω περιοχές συμπεριλαμβανομένης της Αττικής.

Η δυναμική του τουρισμού

Σύμφωνα με τη μελέτη, ο τουρισμός είναι μια ισχυρή δύναμη στην οικονομία, που συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας με τουριστικές εισπράξεις που έφτασαν τα 15 δισ. ευρώ το 2017 έχοντας άμεση συνεισφορά 8% στο ΑΕΠ και συμβάλλοντας κατά περίπου 1-1,2 ποσοστιαίες μονάδες στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Για το 2018 ο δρ. Ηλίας Κικίλιας, γενικός δ/ντής ΙΝΣΕΤΕ, σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΣΕΤΕ, επεσήμανε ότι το 2018 τα έσοδα θα ανέλθουν στα 16 δισ. ευρώ και οι αφίξεις στα 30 και πλέον εκατομμύρια, χωρίς να υπολογίζονται οι επισκέπτες της κρουαζιέρας.

Από την πλευρά του ο Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος PwC Ελλάδας, εστίασε στο “τι μέλλει γεννέσθαι” για να συνεχίσει ο ελληνικός τουρισμός να είναι παγκοσμίως ανταγωνιστικός και να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση (αν συνεχιστεί την επόμενη πενταετία).

Συγκεκριμένα έκανε λόγο για απαιτούμενες επενδύσεις για την περίοδο 2018-2022 περίπου 6 δισ. ευρώ και αφορούν κυρίως επεκτάσεις υφισταμένων μονάδων στους κύριους προορισμούς (Κρήτη, Ιόνιο, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία) και όχι τόσο την ανέγερση νέων ξενοδοχείων. Ο ξενοδοχειακός κλάδος, όπως τονίζεται στην έρευνα, παρουσιάζει τάσεις υπερ-προσφοράς με εξαίρεση την Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και τα νησιά του Ιονίου.

Πάντα σύμφωνα με την έρευνα, τα ελληνικά ξενοδοχεία απαιτούν κυρίως επενδύσεις ανακαίνισης αφού υπάρχει άφθονη διαθέσιμη χωρητικότητα. Μόνο κατά την περίοδο αιχμής, στους κύριους προορισμούς, ενδέχεται να υπάρξουν ελλείψεις χωρητικότητας έως το 2022. Μέχρι τότε, αναμένεται να χρειαστούν 24.000 νέες κλίνες.

Καλές οι προοπτικές

Οι προοπτικές του ελληνικού τουρισμού, όπως τονίζονται στην έρευνα, διαφαίνονται καλές τηρουμένων των διαρθρωτικών περιορισμών του κλάδου. Οι αφίξεις αυξάνονται, η διάρκεια παραμονής δε μειώνεται γρήγορα, η μέση ημερήσια δαπάνη είναι σταθερή, ο αριθμός της σημαντικής τουριστικής προέλευσης αυξάνεται.

Από την άλλη πλευρά, οι αφίξεις παραμένουν «αιχμηρές», η ημερήσια δαπάνη παραμένει περιορισμένη, αλλά και οι ίδιοι προορισμοί προέλευσης προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης. Για τον λόγο αυτό οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η τουριστική βιομηχανία εντοπίζονται σε τέσσερις πολιτικές που θα διευκολύνουν την υλοποίηση των επενδυτικών στρατηγικών και θα προσθέσουν αξία στην οικονομία, πάντα με όσα συμπεραίνει η έρευνα.

Συγκεκριμένα, χρειάζονται πολιτικές προσέλκυσης τουριστών με υψηλό εισόδημα (οι οποίες μπορεί να αποφέρουν επιπλέον 6,9δισ. ευρώ τουριστικές εισπράξεις), πολιτικές εισαγωγής συμπληρωματικών προϊόντων (μπορούν να αποφέρουν επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ τουριστικές εισπράξεις), πολιτικές επέκτασης ζήτησης σε δευτερεύοντες προορισμούς (μπορούν να αποφέρουν επιπλέον 2,1 δισ. ευρώ έσοδα ξενοδοχείων σε δευτερεύοντες προορισμούς), πολιτικές αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος (μπορούν να αποφέρουν επιπλέον 4,3 δισ. ευρώ πρόσθετο ΑΕΠ ανά έτος). Σε κάθε περίπτωση η μελέτη σημειώνει ότι είναι απαραίτητη η σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση της συνεισφοράς του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.