Πόσα τελικά ξοδεύουν οι ξένοι τουρίστες στην Ελλάδα

Μπορεί το 2024 να αποτελεί νέα χρονιά αναφοράς για τον ελληνικό τουρισμό, με νέο ιστορικό υψηλό σε αφίξεις και εισπράξεις, ωστόσο είναι γεγονός ότι οι τουρίστες στην Ελλάδα είναι και… με τη βούλα σαφώς λιγότερο γαλαντόμοι, μένοντας μικρότερο διάστημα σε σχέση με το παρελθόν και άρα ξοδεύοντας για τον λόγο αυτόν επίσης λιγότερα σε κάθε ταξίδι τους στη χώρα.

Τα επίσημα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος για τις 5 βασικές αγορές εισερχόμενου τουρισμού (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και φυσικά Ηνωμένες Πολιτείες) επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτό, με 4 στις 5 αγορές, πλην των Ιταλών, να έχουν ξοδέψει φέτος λιγότερα στα ταξίδια τους στους ελληνικούς προορισμούς. Ειδικότερα, από τις πέντε βασικές αγορές την υψηλότερη μέση δαπάνη ανά ταξίδι φέτος έχουν οι Αμερικανοί με 1.040 ευρώ, νούμερο ωστόσο μειωμένο μέχρι στιγμής σε σχέση με τα 1.082 ευρώ του 2023, και ακολουθούν οι Βρετανοί με 742 ευρώ φέτος από 761 ευρώ το 2023.

Η μεγαλύτερη τουριστική αγορά εισερχόμενων επισκεπτών, οι Γερμανοί, έχει ξοδέψει κι αυτή λιγότερα φέτος στους ελληνικούς προορισμούς – 703 ευρώ ανά ταξίδι, ποσό μειωμένο κατά 10,7% σε σύγκριση με πέρυσι. Ακόμη μεγαλύτερη μείωση στη μέση δαπάνη στο ταξίδι τους, σε επίσης διψήφιο υψηλότερο ποσοστό, κατά -16,7%, καταγράφουν φέτος οι Γάλλοι με 668 ευρώ, έστω κι αν αριθμητικά είναι περισσότεροι αυτοί που έχουν επισκεφτεί μέσα στο 2024 ελληνικούς προορισμούς. Από το top 5 μόνο οι Ιταλοί έχουν φέτος μέχρι στιγμής υψηλότερη δαπάνη – στα 629 ευρώ από 595 ευρώ το 2023.

Και ενώ καταγράφεται χαμηλότερη δαπάνη ανά ταξίδι, την ίδια στιγμή ο ελληνικός τουρισμός θα φέρει για μία ακόμη χρονιά αυξημένα έσοδα στα δημόσια ταμεία, στα επίπεδα των 21,5 δισ. ευρώ με βάση τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, ενώ η πρόβλεψη του Προϋπολογισμού για το 2025 ανεβάζει τον πήχη ακόμη ψηλότερα, στα 22,5 δισ. ευρώ (μαζί με την κρουαζιέρα).

Η υπουργός Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη την περασμένη εβδομάδα ανέφερε ότι ο τουρισμός αυτή τη χρονιά οδεύει προς νέο ιστορικό ρεκόρ, με βάση και τα νούμερα του φθινοπώρου που έχουν κινηθεί πολύ καλά: τόσο ο Σεπτέμβριος όσο και -πολύ περισσότερο- ο Οκτώβριος έδειξαν αυξημένες πληρότητες και αφίξεις στα νησιά μέσα στο φθινόπωρο, ενώ με βάση τα στοιχεία από τη Fraport Greece, η οποία έχει υπό τη διαχείρισή της τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, συμπεριλαμβανομένων και κορυφαίων τουριστικών προορισμών (βλ. Ρόδο, Χανιά, Κέρκυρα κ.ά.), οι απευθείας πτήσεις από το εξωτερικό παρατάθηκαν και τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου, ως δείγμα της ζήτησης για ταξίδια στην Ελλάδα.

Αποτέλεσμα είναι η αύξηση μέσα στον Νοέμβριο, σε μία περίοδο χαμηλής εποχικότητας, κατά 11,6% της συνολικής επιβατικής κίνησης με πάνω από τις 876 χιλιάδες ταξιδιώτες, κατά 23,2% της διεθνούς κίνησης με πάνω από 373 χιλιάδες και κατά 6,4% στο ενδεκάμηνο με 35,2 εκατομμύρια επιβάτες, εκ των οποίων τα 27,9 ήταν οι διεθνείς (+6,4% έναντι του 11μήνου του 2023).

Με το βλέμμα στο 2025, το υπουργείο Τουρισμού θα δώσει έμφαση τόσο στις πιο «παραδοσιακές» αγορές για τον ελληνικό τουρισμό, όπως είναι οι ευρωπαϊκές, όσο και στις πιο μακρινές, με μεγαλύτερο άνοιγμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την Αμερική, και τις αραβικές χώρες.

Επιπλέον, σύμφωνα με την κυρία Κεφαλογιάννη, στο επίκεντρο τίθενται τώρα και τουριστικές αγορές με σημαντικές προοπτικές που υπο-εκπροσωπούνται αυτή τη στιγμή όσον αφορά τον τουρισμό στη χώρα μας, όπως είναι η ινδική, με το υπουργείο να προετοιμάζει μία αποστολή στην Ινδία με αφορμή τη διοργάνωση τουριστικής έκθεσης στο Νέο Δελχί τον Φεβρουάριο.

Γιατί οι τουρίστες ξοδεύουν λιγότερα;

Περισσότερα ταξίδια αλλά με μικρότερη διάρκεια παραμονής στον προορισμό είναι μία βασική αιτία για τη χαμηλή δαπάνη ανά ταξίδι των επισκεπτών της χώρας, εν μέσω ιστορικών επιδόσεων στα συνολικά μεγέθη των εισπράξεων και των αφίξεων – μία πραγματικότητα που δεν αφορά πάντως μόνο την Ελλάδα.

Αντίστοιχη πορεία με τη χώρα μας, με ρεκόρ στα βασικά μεγέθη αφίξεων / εισπράξεων αλλά χαμηλότερη διάρκεια παραμονής των επισκεπτών στους προορισμούς, ακολουθούν και άλλες μεγάλες τουριστικές αγορές της Μεσογείου, με δεδομένο ότι τα ταξίδια γενικότερα παραμένουν αυτή τη στιγμή στις προτεραιότητες του ταξιδιωτικού κοινού ανά την Ευρώπη. Ενδεικτικά, στις χώρες με πολύ υψηλές επιδόσεις φέτος στον τουρισμό, σπάζοντας τα κοντέρ, περιλαμβάνεται και η «πρωταθλήτρια» της Νότιας Ευρώπης Ισπανία, η οποία οδεύει για το 2024 προς νέο ρεκόρ αφίξεων, κοντά στα 95 εκατομμύρια από τα 85 εκατομμύρια του 2023 και τουριστικά έσοδα-ρεκόρ πέριξ των 128 δισ. ευρώ.

Με βάση και τις προβλέψεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ταξιδίων (ETC), το 2024 η συνολική τουριστική δαπάνη σε όλη την Ευρώπη προβλέπεται να αυξηθεί κατά 10,3% σε σύγκριση με το 2023 και να διαμορφωθεί στα επίπεδα των 719,7 δισ. ευρώ, με τη Δυτική Ευρώπη ειδικά -όπου συμπεριλαμβάνονται και οι βασικές αγορές εισερχόμενου τουρισμού για την Ελλάδα– να αντιπροσωπεύει τα 3/4 ή αλλιώς το 74% αυτού του συνόλου.

Από την πλευρά του, το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) πραγματοποίησε μελέτη για την εξέλιξη της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, την περίοδο 2014-2023, σύμφωνα με την οποία προ δεκαετίας, το 2014, η ΜΚΔ ήταν στα 590 ευρώ έχοντας παρουσιάσει αύξηση μόλις κατά 13 ευρώ ή 2,2% έως τα 603 ευρώ του 2023. Η μικρή αυτή αύξηση οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση της Μέσης Διάρκειας Παραμονής κατά 17% ή -1,4 διανυκτερεύσεις, ενώ αντίθετα η Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση (ΜΔΔ) για την ίδια περίοδο σημείωσε αύξηση κατά 23,1%, από τα 70 ευρώ το 2014 στα 87 το 2023. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2014-2023 η πραγματική μέση διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα μειώθηκε από τις 8,4 διανυκτερεύσεις το 2014 σε 7 διανυκτερεύσεις το 2023.

Η μειωμένη διάρκεια παραμονής συνεχίζεται και το 2024, γεγονός το οποίο οφείλεται:

– Στην ανάκαμψη των ταξιδίων city break (μικρές αποδράσεις) κυρίως στον προορισμό της Αθήνας, η οποία διανύει την καλύτερη τουριστική χρονιά της, με μεγάλη αύξηση στις αφίξεις όπως προκύπτει από τα νούμερα του αεροδρομίου.

– Στις πληθωριστικές πιέσεις που έχουν επηρεάσει αρνητικά ροκανίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων, οι οποίοι επιλέγουν μικρότερης διάρκειας ταξίδια ακόμη και όταν αυτά αφορούν τις κύριες καλοκαιρινές διακοπές τους.

– Στην αύξηση των ροών από τις όμορες βαλκανικές αγορές που έχουν παραδοσιακά χαμηλή Μέση Διάρκεια Παραμονής και επίσης χαμηλότερη μέση δαπάνη ανά ταξίδι. Σημειωτέον ότι ήδη ο οδικός τουρισμός, ο οποίος άργησε να ανακάμψει στα προ-πανδημικά επίπεδα, έχει ξεπεράσει με βάση τα επίσημα στοιχεία του δεκαμήνου του 2024 από τους διασυνοριακούς σταθμούς (10,9 εκατομμύρια διεθνείς αφίξεις) το σύνολο των διεθνών οδικών αφίξεων του 2023 (10,4 εκατομμύρια διεθνείς οδικές αφίξεις) κάνοντας ολικό comeback.

– Στην ευαισθησία του τουριστικού προϊόντος σε σχέση με τις προσφερόμενες τιμές. Το ταξιδιωτικό κοινό έχει επηρεαστεί φέτος ως προς τις επιλογές του από τις αυξήσεις των τιμών σε μετάβαση, διαμονή, εστίαση κ.ο.κ., σε συνδυασμό και με την οικονομική κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει στη χώρα του, περιορίζοντας έτσι κατά το δυνατόν τη δαπάνη και τη διάρκεια των ταξιδιών του.

Ο κ. Αρης Ικκος, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, προσθέτει μία ακόμη παράμετρο που αναδείχθηκε ιδιαίτερα φέτος το καλοκαίρι λόγω των ζεστών κλιματολογικών συνθηκών και φάνηκε τελικά και στα νούμερα των περιφερειακών αεροδρομίων μέσα στο φθινόπωρο: ότι δηλαδή σημαντική μερίδα του ταξιδιωτικού κοινού φέτος ανά την Ευρώπη που είχε τη συγκεκριμένη δυνατότητα άλλαξε τη χρονική περίοδο των διακοπών του, μεταθέτοντας το ταξίδι του προς τα πίσω, στις αρχές του φθινοπώρου, μία περίοδο με λιγότερη ζέστη αλλά και χαμηλότερες τιμές, εκτός της περιόδου αιχμής του Αυγούστου. Επιπλέον, δεν ήταν λίγοι εκείνοι -συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων- που άλλαξαν εν μέσω θέρους τον προορισμό τους επιλέγοντας περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, μία τάση που φαίνεται ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως εκτιμά και η ETC.

Πηγή: newmoney.gr