ο Δημήτρης Κουμπαράκης
Δημήτρης Κουμπαράκης

Με πολλά κενά ενημέρωσης από το Υπουργείο Τουρισμού αναφορικά με την διαχείριση ύποπτων κρουσμάτων Covid-19, ελάχιστες κρατήσεις και επικοινωία με παλιούς πελάτες, οι οποίοι τους εκφράζουν τους φόβους τους και τις ανησυχίες τους στο ενδεχόμενο να ταξιδέψουν, προσπαθούν να προετοιμαστούν οι διευθυντές των ξενοδοχείων για τη λειτουργία των μονάδων που διευθύνουν.

“Νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στο πέλαγος μέσα σε μια βάρκα χωρίς κουπιά” μας είπε ο πρόεδρος του Παγκρήτιου Συλλόγου Διευθυντών Ξενοδοχείων Δημήτρης Κουμπαράκης.  Ο ίδιος σημείωσε ότι υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα αναφορικά με τη διαχείριση ύποπτων περιστατικών. “Υπάρχει αγωνία από όλες τις πλευρές, δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο” σημείωσε.

“Σοβαρά ερωτήματα ζητούν απαντήσεις”

Τις απορίες των διευθυντών έχουν και οι γιατροί που θα κληθούν να συνεργαστούν με τους ξενοδόχους. Ενδεικτική είναι η επιστολή που έστειλε στον υπουργό Υγείας ο dr. Ανάργυρος Μαριώλης, γενικός οικογενειακός γιατρός, διευθυντής Κέντρου Υγείας ο οποίος αναφέρει:

Η προσφάτως εκδοθείσα ΚΥΑ 1881/30.5.2020 βάζει πολλά πράγματα στη θέση τους, παράλληλα όμως αφήνει αρκετά ερωτήματα αναπάντητα για τον ακριβή τρόπο εμπλοκής των συνεργαζόμενων ιδιωτών ιατρών στα ξενοδοχεία και συγκεκριμένα:

1) O ορισμός συνεργαζόμενου ιατρού από τα καταλύματα άνω των 50 δωματίων θα προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης με το ξενοδοχείο; Ποιος θα καθορίσει τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση;

2) Πώς και από ποιον θα αποζημιώνεται ο συνεργαζόμενος ιατρός; Το σημαντικότερο ίσως ερώτημα, με πολλά επιμέρους ερωτήματα, που η σωστή απάντηση τους είναι αυτή που θα διασφαλίσει την επιτυχή συνεργασία ξενοδοχείων- ιδιωτών ιατρών και τα επιθυμητά από αυτή αποτελέσματα.

α. Θα αναλαμβάνουν το κόστος της περίθαλψής τους οι ίδιοι οι πελάτες των ξενοδοχείων, όπως ισχύει μέχρι σήμερα (κύρια μέσω της ταξιδιωτικής τους ασφάλισης) και επιθυμούν να συνεχίσει να ισχύει, τόσο οι ξενοδόχοι, όσο και οι γιατροί;

β. Αν το κόστος της φροντίδας επιβαρύνει τον πελάτη και αυτός δεν επιθυμεί ή αδυνατεί να πληρώσει για την ιατρική φροντίδα, τι θα συμβαίνει; Θα πληρώνει το ξενοδοχείο τον ιδιώτη γιατρό ή θα μεταφέρεται ο ασθενής στην πλησιέστερη δημόσια δομή;

γ. Αν το κόστος της φροντίδας επιβαρύνει τον πελάτη, πώς θα διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα λειτουργεί ως αντικίνητρο για να αναφέρει κάποιος έγκαιρα, ακόμα και ήπια ύποπτα συμπτώματα, καθυστερώντας την διερεύνηση και τελικά την απομόνωση κρουσμάτων, προάγοντας τη διασπορά; Μήπως με το να προσφέρεται σε αυτόν η εναλλακτική της δωρεάν εξέτασης στην πλησιέστερη δημόσια δομή;

δ. Η ταξιδιωτική ασφάλιση θα καλύπτει την σχετιζόμενη με COVID-19 ιατρική φροντίδα; Αν ναι, μήπως θα πρέπει να είναι υποχρεωτική;

ε. Μήπως το κόστος για τις υπηρεσίες του συνεργαζόμενου ιατρού θα πρέπει να επιβαρύνει, έστω μερικά, το ξενοδοχείο;

ζ. Ποια θα ήταν η καταλληλότερη φόρμουλα αποζημίωσης στην περίπτωση αυτή – πάγιο πόσο για την ευθύνη και τη διαθεσιμότητα και κατά πράξη στοιχείο ανά περιστατικό και με διαβάθμιση ανάλογα με τον όγκο των περιστατικών;

η. Ποιο το ύψος αποζημίωσης που θα κινητοποιούσε τους ιδιώτες γιατρούς να συνεργαστούν;

θ. Μήπως το κόστος που προκύπτει είναι πολύ υψηλό για να το επωμιστεί εξολοκλήρου το ξενοδοχείο και θα έπρεπε να υπάρχει συμμετοχή των ασθενών ή, και του κράτους;

ι. Αν το κόστος επιβαρύνει αποκλειστικά το ξενοδοχείο, μήπως καταλήξουμε σε πολύ χαμηλό ύψος αποζημίωσης των ιατρών και συνεργασίες ιατρών- ξενοδοχείων τυπικές και όχι ουσιαστικές, που θα οδηγήσουν σε μαζικές παραπομπές πελατών προς τις δημόσιες δομές ΠΦΥ και το σύστημα σε βραχυκύκλωμα;

3) Θα δίνεται η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής γιατρού στον ασθενή (π.χ. συνήθης πρακτική αυτό να γίνεται μέσω του ταξιδιωτικού του γραφείου ή της ασφαλιστικής του εταιρείας) σε περίπτωση που το κατάλυμα έχει ορίσει διαφορετικό συνεργαζόμενο ιατρό; Τι θα γίνεται αν ο ασθενής δεν επιθυμεί να εξεταστεί από τον συνεργαζόμενο ιατρό του ξενοδοχείου;

4) Τι θα γίνεται στις περιπτώσεις που ένας ασθενής, παρότι παρουσιάζει συμπτώματα συμβατά με νόσο COVID-19, δεν επιθυμεί (για οποιονδήποτε λόγο) να εξεταστεί από γιατρό γενικότερα;

5) Ο συνεργαζόμενος ιατρός θα πρέπει να είναι διαθέσιμος επί 24ώρου βάσεως; Τι θα προβλέπεται, σε περιπτώσεις που δεν θα μπορεί σε εύλογο χρονικό διάστημα να δει τον άρρωστο (πχ λόγω άλλων περιστατικών ή για λόγους υγείας);

6) Ποιος και πώς θα μεταφέρει τα δείγματα από τα πιθανά κρούσματα στο νοσοκομείο;

7) Θα υπάρχει επάρκεια στα νοσοκομεία για διενέργεια μεγάλου αριθμού τεστ, αφού προβλέπεται λήψη ακόμα και σε ήπια περιστατικά;

8) Το κόστος των COVID-test των ύποπτων κρουσμάτων θα το αναλαμβάνει το κράτος;

9) Οι δημόσιες δομές ΠΦΥ (ΚΥ, ΠΙ, ΤΟΜΥ) θα είναι σε θέση (εξοπλισμός, υπηρεσία καθαριότητας, ξεχωριστός απομονωμένος χώρος εξέτασης, κλπ) να λαμβάνουν δείγματα προς εξέταση από

πιθανά κρούσματα από καταλύματα κάτω των 50 δωματίων, που δεν θα δηλώνουν συνεργαζόμενο ιατρό;

10) Οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία που παρουσιάζουν ύποπτα συμπτώματα θα επιλέγουν οι ίδιοι τον γιατρό ή την δομή υγείας που θα εξεταστούν και αν ναι, με δικό τους κόστος (στην περίπτωση ιδιωτών ιατρών);

Είναι κρίσιμο για να μπορέσει ο ιδιωτικός τομέας να ανταποκριθεί στο ρόλο που καλείται να αναλάβει, να αποσαφηνιστούν γρήγορα τα ανωτέρω θέματα, ώστε να είναι εφικτή η επιδιωκόμενη συνεργασία των ιδιωτών ιατρών με τα ξενοδοχεία και εν συνεχεία η προσπάθεια να επικεντρωθεί στην κατάρτιση των ενδεδειγμένων πρωτοκόλλων διαχείρισης των ύποπτων και των επιβεβαιωμένων περιστατικών και στη διασύνδεση των συνεργαζόμενων ιατρών της ΠΦΥ με τα άλλα επίπεδα φροντίδας και το ΕΚΑΒ.

Προσδοκούμε σε γόνιμο διάλογο μαζί σας προκειμένου να ληφθούν οι καλύτερες δυνατές αποφάσεις για την υγεία των Ελλήνων πολιτών, την υγεία των επισκεπτών μας και για τον τουρισμό» καταλήγει η επιστολή.