Η αναβάθμιση του ξενοδοχειακού κλάδου με τετράστερα και πεντάστερα ξενοδοχεία, η αυξημένη ζήτηση στους μήνες εκτός αιχμής, και η ωρίμανση της αγοράς, μπορούν να αποτελέσουν τα εφόδια για να διατηρηθεί το ελληνικό τουριστικό προϊόν σε ανοδική πορεία και να βρεθεί σε θέση ισχύος, σε μια κρίσιμη καμπή για την παγκόσμια αγορά.
«Έχουμε ουσιαστική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού και της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών» σημείωσε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Αλ. Βασιλικός, σε χθεσινή παρουσίαση της ετήσιας έρευνας του ΙΤΕΠ για τον ξενοδοχειακό κλάδο.
Ο κ. Βασιλικός είπε ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος είδε τα έσοδα του να αυξάνονται κατά 9% το 2024, φτάνοντας τα 11,5 δισ. ευρώ, συνεχίζοντας την ανοδική τροχιά που καταγράφει τα τελευταία χρόνια, ενώ επισήμανε την ενίσχυση της κίνησης στους μήνες της off season περιόδου, και τη σταθεροποίηση που παρατηρείται τους μήνες αιχμής.
Η αλλαγή πίστας των ξενοδοχείων έχει αποτελέσει κλειδί να διατηρηθεί η ανοδική τροχιά του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, το οποίο δείχνει να περιορίζεται από την εποχικότητα και τις συγκεκριμένες δυνατότητες που προσφέρει η ελληνική αγορά και γεωγραφία.
Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των ξενοδοχείων δεν έχει αλλάξει σημαντικά την τελευταία δεκαετία, η αναβάθμιση των κατηγοριών και η στόχευση σε μονάδες τριών αστέρων και άνω, έχουν φέρει τον κλάδο σε ανοδική τροχιά, αντανακλώντας και την αύξηση της ζήτησης.
Σε άλλη πίστα ανεβαίνουν τα ξενοδοχεία
Σύμφωνα με στοιχεία της μελέτης του ΙΤΕΠ για τη συμβολή του ξενοδοχειακού κλάδου στην ελληνική οικονομία, την τελευταία δεκαετία υπάρχει μια μικρή αύξηση των ξενοδοχειακών μονάδων που φτάνει το 4% και 11% σε επίπεδο δωματίων, με τα ξενοδοχεία των τριών μεγαλύτερων κατηγοριών (3,4 και 5 αστέρων) να αυξάνονται ενώ εκείνα των ενός και δύο αστέρων φθίνουν.
Είναι χαρακτηριστικό πως την τελευταία δεκαετία, τα ξενοδοχεία 5 αστέρων έχουν υπερδιπλασιαστεί καθώς από τα 412 που ήταν το 2015, έχουν φτάσει πλέον τα 835 και στα 1.898 είναι των 4 αστέρων έχοντας σημειώσει άνοδο 43%. Στις 2.973 φτάνουν οι ξενοδοχειακές μονάδες 3 αστέρων που έχουν αυξηθεί κατά 23%.
Παρά το γεγονός ότι από τα 10.104 ξενοδοχεία που υπάρχουν στην Ελλάδα, μόλις το 27% είναι 4 και 5 αστέρων και αποτελούν το 54% του συνόλου των δωματίων σημειώνουν περίπου το 80% του συνολικού τζίρου του κλάδου. Ειδικότερα, από τα 11,5 δισ. ευρώ του συνολικού τζίρου του ξενοδοχειακού κλάδου, τα 9,03 δισ. ευρώ προήλθαν από τα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων, σημειώνοντας άνοδο κατά 9,9% έναντι του 2023, ενώ τα ξενοδοχεία έως 3 αστέρων κατέγραψαν 2,46 δισ. ευρώ έσοδα σημειώνοντας άνοδο 5% από το 2023 που είχαν διαμορφωθεί στα 2,34 δισ. ευρώ.
Με τη διάρκεια λειτουργίας να παραμένει σταθερά στους 5,8 μήνες λειτουργίας χωρίς να υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των κατηγοριών, παρατηρείται μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση της τάξης του 6% στην μέση τιμή διάθεσης δωματίου. Καθώς η πληρότητα δείχνει να μην έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης τους μήνες αιχμής, μεγάλοι κερδισμένοι αποδεικνύονται τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας, που καταγράφουν σημαντική ενίσχυση των εσόδων τους, καθώς οι κατηγορίες 4 και 5 αστέρων λειτουργούν περισσότερους από 6 μήνες κατά μέσο όρο και διαφοροποιούνται σημαντικά σε μήνες εκτός αιχμής σε σχέση με τις μονάδες έως 3 αστέρων.
Μέση τιμή δωματίου 130 ευρώ
Όπως αναφέρουν τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, το 25% των δωματίων του ξενοδοχειακού κλάδου διατίθεται μέχρι 80 ευρώ, και το 75% των δωματίων διατίθεται έως 216 ευρώ, με την μέση τιμή δωματίου να είναι στα 130 ευρώ όπως και το 2023. Χαρακτηριστικά, οι τιμές των δωματίων στα 5αστερα ξενοδοχεία τους μήνες αιχμής κυμάνθηκε στα 286 ευρώ και στα 189 ευρώ ήταν εκείνων των 4 αστέρων, με τις τιμές στις μονάδες 3 αστέρων να υποχωρούν σημαντικά στα 103 ευρώ. Πολύ χαμηλότερα τα ξενοδοχεία 2 και 1 αστέρων με μέση τιμή τα 84 και 77 αντίστοιχα. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η διαφορά σε μήνες εκτός αιχμής όπως ο Οκτώβριος με την μέση τιμή δωματίου στα ξενοδοχεία 4 και αστέρων να είναι 117 ευρώ και 182 αντίστοιχα έναντι των 71 ευρώ στα ξενοδοχεία 3 αστέρων, και του 56,5 ευρώ μέσο όρο στις χαμηλότερες κατηγορίες.
Το κέρδος που καταγράφουν τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας αντανακλάται και στις τιμές δωματίων, καθώς τον Μάιο διαμορφώθηκαν στα 104 ευρώ από 85 ευρώ, τον Αύγουστο ανεβαίνει στα 117 ευρώ έναντι 104 ευρώ το 2023 και τον Οκτώβριο ήταν στα 103 ευρώ έναντι 86 ευρώ. Την ίδια στιγμή στα ξενοδοχεία εποχιακής λειτουργίας οι τιμές παρέμειναν σταθερές καθώς τον Μάιο σημείωσαν μικρή αύξηση από τα 105 στα 108 ευρώ, και τον Οκτώβριο που έφτασαν τα 110 ευρώ από 108 ευρώ ενώ τον Αύγουστο διατηρήθηκαν αναλλοίωτες στα 179 ευρώ.
Πάνω από το 96% του συνολικού τζίρου κατέχουν οι Περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης και Αττικής, ενώ τα μεγάλα ξενοδοχεία που έχουν περισσότερα από 101 δωμάτια κατέχουν πάνω από το 52% του συνόλου, με το 80% των εσόδων των ξενοδοχείων να προέρχεται από τις διανυκτερεύσεις και πάνω από το 15% από τις υπηρεσίες F&B.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι για πρώτη χρονιά το ύψος των επενδύσεων ξεπέρασε το 1 δισ. ευρώ αποτελώντας το 9% του τζίρου για επισκευές, ανακαινίσεις και συντηρήσεις. Από αυτές τις επενδύσεις το 19% ήταν για δράσεις βιωσιμότητας φτάνοντας σε ποσό 200 εκατ. ευρώ, αυξημένο από το 13,3% που ήταν το 2023. Ωστόσο μόλις το 5% των ξενοδόχων έχουν λάβει επιχορηγήσεις για τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν το 2024.