Η Lifo ζήτησε κάποια στιγμή από τους συντάκτες της να γράψουν για το καλοκαίρι που τους έμεινε αξέχαστο.
Ένα από τα κείμενα που ξεχώρισαν, αφορούσε το ταξίδι της Αργυρώς Μποζώνη με το Uno της στην Γαύδο.
Όσοι έχουν πάει ,διαβάζοντας τις γλαφυρές αλλά και ξεκαρδιστικές περιγραφές της, θα καταλάβουν το γιατί ..
«Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων αποφάσισα να κάνω διακοπές-ενδοσκόπηση στη Γαύδο. Βέβαια, για να πας στη Γαύδο χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις που δεν διέθετα: εξοπλισμός και φιλική σχέση με τη φύση. Με τον εξοπλισμό μετά από μεγάλη έρευνα τα κατάφερα τόσο καλά όσο και η Γιούνκο Ταμπέι, η πρώτη γυναίκα που κατέκτησε το Έβερεστ, και αφού πλήρωσα περίπου όσο ένα εισιτήριο για Νέα Υόρκη. Αλλά τα είχα όλα. Φόρτωσα, έφτασα Χανιά, κοιμήθηκα άθλια πάνω από ένα ελληνάδικο και με το υπερήφανο UNO μου έφτασα στα Σφακιά. Ο παράδεισος ήταν ακριβώς απέναντι. Όταν πάρκαρα στο μικρό λιμανάκι, δεν υπήρχε τίποτε ανησυχητικό στον ορίζοντα. Μετέφερα προσεκτικά τις αποσκευές μου και περίμενα με περίπου άλλους είκοσι με ράστα μαλλί το «Σέλινο», το πλοιάριο της γραμμής. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου συνέβη να με ψάξει –εμένα, με το λακόστ φουστανάκι– η Δίωξη Ναρκωτικών και να μου κάνει τα τακτοποιημένα μου πράγματα μπουρδέλο, συν ο σκύλος που με γέμισε σάλια χαράς.
Τέλος πάντων, φτάνω Γαύδο. Μπαίνουμε σε ένα γκαζοζέν, ανάμνηση λεωφορείων της Μπογκοτά. Ντούκου- ντούκου, φτάνουμε στην κορφή του Αϊ- Γιάννη. Όλοι χαρούμενοι, ξεφορτώνουν, τελευταία εγώ με τις ΕΠΤΑ αποσκευές μου. Την ώρα που ξεκίνησε το λεωφορείο και είδα τρεις νεαρούς στην ταβέρνα που άκουγαν από ένα κασετόφωνο Διονυσίου να με κοιτάζουν κάπως, κατάλαβα ότι πρέπει να είχα κάνει κάποιο κρίσιμο λάθος, αλλά δεν είχα ανακαλύψει ακόμα τι μπορεί να ήταν. Θαρρετά πηγαίνω στο καφενείο, στη Σοφία, για να ρωτήσω πού ακριβώς βρίσκεται η παραλία. Μου δείχνει αριστερά, βλέπω μια κατηφόρα, οk. Αλλά πριν ξεκινήσω με ενθουσιασμό, μου εξηγεί ότι δεν είναι ακριβώς αυτή παραλία, αλλά η επόμενη μετά το βραχώδες βουνό. Περίφημα. Το όνειρό μου το οποίο συμπεριλαμβάνει αιώρες, ντουσιέρες, τέντες και όλους τους τόμους του Χομπσμπάουμ καταρρέει αυτομάτως. Αλλά δεν γίνεται να μη συνεχίσω. Έχω 12 μέρες μπροστά μου κι έχω αποφασίσει να εκτελέσω το πρόγραμμα όπως κάτι αθλητές που στο τέλος πέφτουν νεκροί από την προσπάθεια. Ξεφορτώνομαι τα μισά στο καφενείο –πάντα θυμάμαι τους ανθρώπους αυτούς με αληθινή ευγνωμοσύνη– και αρχίζω κατάβαση, ορειβασία, μέχρι που φτάνω στην πολυπόθητη παραλία. Αμμόλοφοι. Αέρας. 35 βαθμοί. Ο ήλιος ντάλα. Ψυχή ζώσα τριγύρω. Έχετε δει κάτι χάσκι που σέρνουν τα έλκηθρα στο χιόνι; Φανταστείτε τη σκηνή με χάσκι εμένα στην άμμο να σούρνω τα συμπράγκαλά μου. Μη με ρωτήσετε. Φυσικά με σανδάλια. Εγκαύματα στα πατουσάκια. Αλλά βρήκα θέση για τη σκηνή μου πρώτη μούρη στο καβούρι. Παραλία. Μεγάλη επιτυχία. Και δεν αναρωτήθηκα γιατί όλοι οι άλλοι ΔΕΝ είναι τόσο παραλιακά. Γιατί φυσάει, κούκλα μου. Κι εκεί φυσούσε επί δώδεκα μέρες συνεχώς. Που σημαίνει ότι κάθε μέρα ιδροκοπούσα να στήσω τη σκηνή που γκρεμιζόταν κάθε νύχτα και ξυπνούσα μέσα στους μουσαμάδες. Σε άλλα νέα, κάθε μέρα έκανα άπειρα χιλιόμετρα πάνω-κάτω στην κορφή, στο καφενείο για να πάρω νερό, και να πάω τουαλέτα, κυρίως αυτό.
Με αυτή την πραγματικότητα, «σκάβε λάκκους», δεν συμφιλιώθηκα ποτέ και ούτε πρόκειται. Οι παλιοί εκεί και ψημένοι στην κατάσταση μού έριχναν βλέμματα συμπάθειας, χαμόγελα λύπης και με κάλεσαν και μερικές φορές να φάω ρύζι στα τηγανάκια που είχαν θάψει στην άμμο από την προηγούμενη χρονιά. Αυτό το ρύζι ακόμα να το χωνέψω. Όταν είδαν πόσο τεράστιο ούφο είμαι με συμπάθησαν, ειδικά όταν με άκουγαν το βράδυ να τραγουδάω μόνη μου με το τρανζίστορ παγκοσμίου λήψεως (είχα και από αυτό φυσικά – πώς λέτε να γέμισα 7 αποσκευές;) αραβικά τραγούδια, γιατί μάλλον κάτι σαν Λιβύη έπιανε μόνο.
Φυσικά, όλα τα άλλα κύλησαν ρολόι. Σαπούνια θαλάσσης, πλύσιμο παρεό με απορρυπαντικό θαλάσσης, όλα τέλεια. Από τον αέρα δεν έκανα ένα μπάνιο της προκοπής. Τις νύχτες ένας χαμηλός ουρανός να πιάσεις τα’ αστέρια που δε τον ξανάδα ποτέ. Ένα μικρό αλλεργικό σοκ από τσίμπημα κι ένας κτηνίατρος (άλλος γιατρός δεν υπήρχε) που ίδρωσα να τον πείσω ότι δεν κάνω ναρκωτικά. Το κινητό που δεν έπιανε και άλλες μικρές ευτυχίες. Ο Χομπσμπάουμ που τον τελείωσα και άφησα τα βιβλία (όχι θαμμένα στην άμμο) στο καφενείο για τους επόμενους επίδοξους φιλόσοφους. Η αιώρα που δεν άνοιξε ποτέ.
Επέστρεψα πασιχαρής και επτά κιλά πιο αδύνατη στην Αθήνα τη νύχτα που έπιασαν τον άνεμο Κεντέρη και τη θύελλα Θάνου. Η Γαύδος μου φάνηκε ξαφνικά παράδεισος. Μέχρι σήμερα κανένας δεν κατάλαβε γιατί αποφάσισα να πάω στη Γαύδο. Εδώ που τα λέμε, ούτε εγώ. Θα ξαναπήγαινα αν ήμουνα είκοσι χρονών, ερωτευμένη και μπορούσα να κάνω 4 χιλιόμετρα για πλάκα για να πάω να κάνω τσίσα μου.»