Αισιοδοξία αλλά και περίσκεψη, υπάρχει για την νέα τουριστική σεζόν του 2025.
Οι επιχειρηματίες του κλάδου άρχισαν να πηγαίνουν ήδη στις τουριστικές εκθέσεις, πριν λίγες ημέρες είχαμε την έκθεση του Παρισιού και το Νοέμβριο αρχίζει η έκθεση του Λονδίνου και λένε ότι τα πρώτα μηνύματα είναι καλά, αλλά υπάρχουν τα «αγκάθια» που περιορίζουν τις μεγάλες προσδοκίες.
Η κλιματική αλλαγή, οι νέοι φόροι, η αύξηση των πακέτων διακοπών, το γεγονός ότι υπάρχει έντονος ανταγωνισμός από άλλες χώρες, είναι γεγονότα που δεν αμφισβητούνται και χαμηλώνουν τον πήχη.
Ο πρόεδρος των ξενοδόχων του Ρεθύμνου Μανόλης Τσακαλάκης επισημαίνει ότι η επιβολή νέων φόρων, κάνει το προϊόν μας λιγότερο ανταγωνιστικό, πιο ακριβό και πιο ευάλωτο.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι σήμερα στην Μεσόγειο υπάρχουν 7 φορές περισσότερα κρεβάτια από όσα χρειάζονται και σίγουρα δεν μπορούν να γεμίζουν όλα.
Επιπλέον η αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων μειώνεται συνεχώς και αναζητούν πιο οικονομικούς προορισμούς. Όσον αφορά στην κλιματική αλλαγή, είναι γνωστό ότι οι υψηλές θερμοκρασίες είναι απαγορευτικές για ηλικιωμένους και ανθρώπους με προβλήματα υγείας.
Ήδη πολλοί από αυτούς έχουν κάνει στροφή σε άλλες χώρες, με λιγότερη ζέστη. Για την φετινή σεζόν, ο κ.Τσακαλάκης λέει ότι θα κλείσει με περισσότερες αφίξεις και αυξημένους τζίρους, αλλά στο τέλος τα χρήματα που θα μείνουν στο συρτάρι θα είναι λιγότερα από άλλες χρονιές.
Τα διπλά μηνύματα
Στην ολομέλεια Σεπτεμβρίου του Παγκρήτιου Συλλόγου Διευθυντών Ξενοδοχείων, ο Μανόλης Απλαδενάκης, γενικός διευθυντής της TezTour Hellas, μίλησε για την εξέλιξη της σεζόν και εξέφρασε την ανησυχία του για το 2025, σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, τις αυξανόμενες τιμές στα αεροπορικά εισιτήρια και στα ξενοδοχεία.
Ο κ. Απλαδενάκης μετέφερε στην «Π» τους προβληματισμούς του, σημειώνοντας:
«Η τουριστική σεζόν του 2025 στην Ελλάδα μας στέλνει ανάμεικτα μηνύματα. Παρόλο που οι αφίξεις και τα έσοδα των προηγούμενων ετών σημείωσαν άνοδο, υπάρχουν ανησυχίες για την επόμενη σεζόν.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, οι 2 πόλεμοι σε εξέλιξη, οι αυξανόμενες τιμές στις αεροπορικές θέσεις και οι ανατιμήσεις στα καταλύματα και την εστίαση δημιουργούν προβληματισμό για τη συνέχεια.
Επιπλέον, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των τοπικών κοινωνιών λόγω υπερτουρισμού η όποια προβάλλεται πολύ στον εξωτερικό, καθώς και η πίεση που ασκείται από τον πληθωρισμό στα εισοδήματα των επισκεπτών, αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τη ζήτηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανακοίνωση μεγάλου παραδοσιακού Τ/Ο από την Βαλτική ο οποίος ακυρώνει τελείως το πρόγραμμα του για την Ρόδο, το 2025.
Ωστόσο, μεγάλοι τουριστικοί οργανισμοί, όπως η TUI και η easyJet, επενδύουν στη χώρα με προγράμματα που προβλέπουν περισσότερες πτήσεις και θέσεις για το 2025».
Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων:
Ανεβαίνει το κόστος των υπηρεσιών, ακριβαίνει το προϊόν
«Η Ελληνική πολιτεία οφείλει επιτέλους να προσεγγίσει τον ξενοδοχειακό κλάδο ως έναν συμπληρωματικό αναπτυξιακό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας και όχι ως μια βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική ανακούφιση».
Αυτό τόνισε ο πρόεδρος της πανελλήνιας ομοσπονδίας ξενοδόχων Γιάννης Χατζής από το βήμα της έκτακτης συνεδρίασης του Συμβουλίου των Προέδρων των 55 Τοπικών Ενώσεων Ξενοδόχων της χώρας.
Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, αναφορικά με τις αυξήσεις τόσο στο τέλος διαμονής παρεπιδημούντων όσο και στο τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, προκαλούν έντονη ανησυχία, σημείωσε ο κ. Χατζής προσθέτοντας:
«Με κάθε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση στο κόστος των υπηρεσιών μας ακριβαίνει το προϊόν για τους Έλληνες και ξένους πελάτες μας, μειώνεται η διείσδυση που έχει η δραστηριότητα στην τοπική οικονομία και πλήττεται άμεσα η ανταγωνιστικότητά μας.
Αυτά επιβεβαιώνονται από τις αντιδράσεις της Γερμανικής Ένωσης Ταξιδίων (DRV), αλλά και χιλιάδων ξένων πελατών που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο με αρνητικά μηνύματα.
Την ίδια στιγμή, η δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης συνεχίζει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, χωρίς κανόνες και περιορισμούς, παρά τις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις και τις στρεβλώσεις που προκαλεί στην αγορά φιλοξενίας της χώρας μας.
Πρόκειται για μια δραστηριότητα που μειώνει τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη και βυθίζει τα δημόσια έσοδα ανά επισκέπτη καθώς τα δηλωμένα έσοδα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, έχοντας μάλιστα περισσότερες κλίνες, είναι περίπου 93% λιγότερα από αυτά των ξενοδοχείων».