Δημήτρης Χ. Σάββας

Σκληρές και δύσκολες εκείνες οι εποχές… Είχαν όμως την δική τους ομορφιά! Με μεγάλη ανυπομονησία οι Καστρινοί περίμεναν την μεγάλη γιορτή του Πάσχα, ύστερα από την μεγάλη Σαρακοστή, την οποία τηρούσαν με τόση ευλάβεια και πίστη και η οποία ολοκληρωνόταν με την Μεγάλη Εβδομάδα.

Μία εβδομάδα που είχε ξεχωριστή σημασία και τους γέμιζε με μία βαθιά θρησκευτική συναίσθηση, με τις εκκλησίες να παίρνουν μία χαρακτηριστική ευλαβική όψη, δαφνοστολισμένες, με πολλά Ανοιξιάτικα πρωτοεμφανίστικα λουλούδια, με βάγια και μυρτιές. Χωρίς να λείπουν οι ευωδιαστοί λεμονανθοί, έτοιμες και φρεσκοασπρισμένες να καλωσορίσουμε τους πιστούς προσκυνητές τους.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παρουσίαζε το Καστρινό μεγαλοβδόμαδο με το να κυριαρχεί μία ατμόσφαιρα θλίψης και πένθους αφενός και αφετέρου μία υπέρμετρη κινητικότητα για προετοιμασίες ενόψει της μεγάλης εορτής! Ανατρέχοντας στο πλούσιο και τόσο ενδιαφέρον αρχειακό υλικό της Βικελαίας βιβλιοθήκης από την εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» είναι αδύνατον να μην υποκλιθώ στη σειρά άρθρων του μπαρμπέρη, λογοτέχνη και ποιητή, Μανώλη Δερμιτζάκη, τα οποία φέρνουν τον τίτλο «το Μεγαλοβδόμαδο στο Μεγάλο Κάστρο»! Εικόνες αρκετά γνώριμες μέσα από περιγραφές μεγαλύτερων.

Τέτοιες μέρες… Ο Μανώλης Δερμιτζάκης μας προτρέπει να κάνουμε μία βόλτα στο παλιό κάστρο, για να ζήσουμε από κοντά την εορταστική κίνηση αυτών των ημερών, σε μία πόλη κλεισμένη μέσα στα ψηλά μπεντένια, με κάποιους κύριους εμπορικούς δρόμους, με τις επιμέρους αγορές της στις διάφορες συνοικίες της, με τα χάνια και τις ταβέρνες της, με την πολύβουη κίνηση του λιμανιού της, αλλά και με τους ανθρώπους της κάποιοι από αυτούς γραφικοί για τα καμώματά τους και τα λόγια τους.

Σίγουρα μια δόση νοσταλγίας μας κυριεύει όλους για το κάστρο που εμείς δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε δυστυχώς, και που Δερμιτζάκης μας «καλεί» να το γνωρίσουμε. Να απολαύσουμε την ευωδία που βγάζουν οι λεμονανθοί και τα άνθη των νεραντζιών, να δούμε τις ορθάνοιχτες αυλές των καστρινών σπιτιών με τα γιασεμιά και τα κάθε είδους λουλούδια που είναι στολισμένες και φυσικά να ακούσουμε τους γλυκούς ήχους της καμπάνας του Αγίου Ματθαίου αλλά και του Αγίου Μηνά.

Ο Μανώλης Δερμιτζάκης μας αναφέρει: «Έτσι έτοιμα τα ντουκιάνια με τους μαγαζάτορες από το βαθύ πρωινό υποδέχονταν το ανοιξιάτικο ξημέρωμα της πρώτης μέρας του Μεγαλοβδόμαδου, της Μεγάλης Δευτέρας, αφού θα καλωσόριζε αντάμα και την χωριατιά που με το ανέβασμα του του ήλιου ερχόταν στη χώρα, πλημμύριζε τα τσαρσά κι έτσι άρχισε ο τζίρος του κάθε ντουκιανιού.

Η πλατιά στράτα (η σημερινή λεωφόρος Καλοκαιρινού) έσφυζε από ζωή. Πολλά μαγαζιά όπως του Καρέλλη, του Φωτάκη, του Λαμπάδα, του Μουντράκη έχουν ιδιαίτερη κίνηση. Το βράδυ στο άκουσμα της καμπάνας του Αγίου Μηνά όλοι ήθελαν να ακούσουν το τροπάρι του Νυμφίου από τον καλλίφωνο ψάλτη Βαλαβάνη.

Η Μεγάλη Τρίτη έβρισκε από πολύ νωρίς την κερά Συμεώναινα στους δρόμους, αφού έπρεπε να ασπρίσει τους χώρους του σπιτιού της. Ο σύζυγός της καθημερινά κουβαλούσε τ’ ασκιά με το κρασί από το Τουπογιάννη το κρασάδικο και τ’ ασκιά με το λάδι από το λαδάδικο του Ανεράψη. Βέβαια είχε και δύο κουσούρια η Συμεώναινα, να κρυφογροικά τα καθέκαστα της γειτονιάς και να τα κρυφοτσούζει. Βραδιάζοντας όλοι οι Καστρινοί περίμεναν ν’ ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής.

Η ίδια κίνηση και την επομένη μέρα, τη Μεγάλη Τετάρτη. Οι μαγαζατόροι διαλαλούσαν «κερί-κερί-κεράκι», αλλά παράλληλα έπρεπε να πουληθούν και οι ολόπαχες μυζήθρες, αφού οι νοικοκυρές έπρεπε να φτιάξουν τα λαμπριάτικα καλιτσούνια τους. Ημέρα του Ευχελαίου και η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία για να μυρωθεί, ειδικότερα τα μικρά παιδιά για περισσότερη φρόνεψη. Εντονότερο χρώμα έπαιρνε η αγορά τη Μεγάλη Πέμπτη, με τα βαρελότα να αντιβοούν σε κάθε σημείο της πόλης. Μικροί πλανόδιοι μικροπωλητές, προκειμένου να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους πουλούσαν μπογιές για τα αυγά, αλλά και τα βιβλιαράκια με τα δώδεκα ευαγγέλια.

Οι χωριάτες ασυνήθιστοι στην πολύβουη ζωή της πόλης, αλλά και εξαντλημένοι από την κούραση έβρισκαν καταφύγιο στα στέκια του Πιτσιδιναού, του Φτηνάκη, του Μανόλη του Στιφάδου και στη Γουρούνας. Εκεί προσπαθούσαν να καταλαγιάσουν την πείνα τους με το νόστιμο μαγέρεμα του χταποδιού, βουτώντας στην σάλτσα του το απαλό χάσικο ψωμί και πίνοντας κόκκινο πεδιαδίτικο κρασί. Ώσπου έφτανε και η Μεγάλη Παρασκευή.

Με τις σημαίες της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας να κρέμουνται παντού, στα τσαρσά, στους καφενέδες, στα μαγαζιά, μαζί βέβαια κρεμούσαν και τον Φάντη, το Βαλέ αυτή την ημέρα, χωρίς να παίζουν χαρτιά. Όλοι το βράδυ να πάνε στην εκκλησία, ν’ ακούσουν το «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον» και να πάρουν και τις ευχές του Δεσπότη περιμένοντας την τελευταία μέρα του Μεγαλοβδόμαδου, αυτή του Μεγάλου Σαββάτου που ο λαός μας τη θέλει να έχει τρία κολατσά, τρία μεσημέρια και τρία απομεσήμερα. Αυτή τη μέρα έπρεπε ο καθένας να κάνει το κουμάντο του, τα τελευταία ψώνια.

Επίσης οι νοικοκυρές, τις εργασίες του σπιτιού, έπρεπε να τις έχουν τελειώσει. Στη φούρια της δουλειάς αυτή τη μέρα ήταν οι μπαρμπέρηδες. Ο Συριανός μπαρμπέρης Σκουλιδάς, οι Μαθιουδάκηδες, ο Μαυρογιάννης, ο Καρδαμάκης με τον Στυλιανό του Τερζάκη, ο Γιάννης ο Κλεμανσώ, ο Λουλουδάκης, ο Ματζουράνας… που έπρεπε να περιποιηθούν ακόμα και τον πιο απαιτητικό μουστερή. Όλοι έστω και για λίγο, έβρισκαν τον χρόνο να ξαποστάσουν, αφού η τελετή της αναστάσεως έπρεπε να τους βρει ξεκούραστους».

Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλες παραδόσεις, έτσι όπως μας τις περιέγραψε με το δικό του μοναδικό τρόπο ο μπαρμπέρης ποιητής Μανόλης Δερμιτζάκης. Ένας από τους λησμονημένους αυτού του τόπου, όπως θα μας έλεγε και ο αείμνηστος Δήμαρχος Ηρακλείου, Μανόλης Καρέλλης!