Η Αντιπολίτευση θα θυσίαζε άνετα στην πρώτη κίνησή της τη βασίλισσα
Πριν από τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, η Ελλάδα «γιόρτασε» τον ένα χρόνο πανδημίας. Μπορεί να ήταν ένας διαφορετικός εορτασμός, ωστόσο ενδεχομένως να συνδέεται ως ένα βαθμό με την προσπάθεια των 400 χρόνων που έκανε η Ελλάδα, έως ότου φθάσει στην Επανάσταση, την ουσιαστική αυτονόμηση της και τη θεωρητική απεξάρτηση από ξένες δυνάμεις.
Μπορεί οι εποχές να είναι διαφορετικές και τα γεγονότα να απέχουν αρκετά μεταξύ τους, όποτε ίσως είναι επικίνδυνες οι συγκρίσεις. Όμως, αν αυθαίρετα κι ενδεχομένως επιπόλαια, μπορούμε να βγάλουμε ένα μερικό συμπέρασμα από τη γενικότερη στάση των Ελλήνων, αυτό που θα δούμε ως κοινό χαρακτηριστικό, είναι οι πολύ αργές αντιδράσεις και η απροθυμία στην όποια «επανάσταση του αυτονόητου».
Διότι, όπως πιθανά 200 χρόνια πριν, ήταν αυτονόητη η ανάγκη των Ελλήνων για ελευθερία, αλλά επί αιώνες δεν διεκδικούνταν για ποικίλους λόγους, έτσι και σήμερα είναι αυτονόητη η ανάγκη για «υγειονομική ελευθερία» κι όμως δεν διεκδικείται, στο βωμό πολλών παραγόντων, αλλά και κομματικών σκοπιμοτήτων.
Μέσα στην όλη διαχείριση της πανδημίας αυτό τον ένα χρόνο που μάχεται ολόκληρη η χώρα, δυστυχώς έχουμε δει «τέρατα». Έχουμε διαπιστώσει πως η πόλωση είναι εγγεγραμμένη στο DNA των Ελλήνων σε τέτοιο βαθμό, που αν υπήρχε κάποιος σοβαρός εξωτερικός κίνδυνος, δεν θα έπρεπε να θεωρείται καθόλου βέβαιη η ομοψυχία και η κοινή αντιμετώπιση αυτού.
Έχουμε διαπιστώσει επίσης πως η τήρηση των μέτρων, με εξαίρεση την πρώτη πανδημία, δεν είναι απλά πλημμελής, αλλά γίνεται έως εγκληματική ένθεν κι ένθεν. Έχουμε αντιληφθεί παράλληλα, πως ακόμα και η πανδημία που αφορά την παγκόσμια υγεία και κατά συνέπεια το συνολικό μέλλον της Ελλάδας ως χώρας, καίγεται σαν τον τελευταίο «τρελό» σε μια παρτίδα σκάκι, στην οποία η Αντιπολίτευση θα θυσίαζε άνετα στην πρώτη κίνηση της τη βασίλισσα, αγνοώντας πως στο τέλος της παρτίδας όλα τα πιόνια επιστρέφουν στο ίδιο κουτί.
Η κατάσταση είναι θλιβερή. Απ’ όλες τις απόψεις. Και δεν είναι απλά θλιβερή γιατί η υγεία των πολιτών γίνεται πεδίο μάχης και συμφερόντων, αλλά είναι θλιβερή γιατί αποδεικνύει συνολικά το πόσο λίγοι είμαστε. Όλοι μας.
Αν η Ελλάδα δεν ήταν αυτή που ήταν κι αν οι Έλληνες δεν ήταν αυτοί που είναι σήμερα, κανένας πολιτικός, κανένας πρωθυπουργός, κανένας Υπουργός και κανένας πρόεδρος Αντιπολίτευσης δεν θα τολμούσαν να κάνουν όσα κάνουν σήμερα, επενδύοντας στο θράσος ενός απαίδευτου όχλου που έμαθε μόνο να διψά για αίμα.
Αίμα θα πάρει τελικά. Μα θα είναι από τις σάρκες του και στο τέλος δεν θα καταλαβαίνει πως πανηγυρίζει για το πόσο μεγάλες κατάφερε να κάνει τις πληγές του.
Κατά τα άλλα… ζήτω το Έθνος κι η Επανάσταση του 1821!