Ο μόνος λόγος που
τους διαφοροποιεί από τους κοινούς θνητούς
είναι η αίσθηση ότι
το έγκλημα δεν τιμωρείται

Δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα θα μας απασχολεί η υπόθεση Λεμπιδάκη. Παίρνοντας για μερικές μόνο γραμμές έναν ρόλο σχολιαστή επί του θέματος, που θεωρώ άχαρο, πιστεύω ότι η σκόνη πρέπει να κοπάσει. Ίσως από περιέργεια και μόνο, θα ήθελα να μάθω αναλυτικά για κάποια από τα 186 εικοσιτετράωρα, που στο δικό μου μυαλό δεν μπορούν να χωρέσουν ούτε ως σκέψη.

Πέραν αυτού, όμως, θα σταθώ σε μια άλλη πτυχή. Στην άσχημη πτυχή της Κρήτης. Όταν πλέον τα φώτα αυτής της υπόθεσης σβήσουν, ίσως κάποιοι αντιληφθούν ότι το έγκλημα σε Κρήτη και Ελλάδα είναι απλό. Οι άνθρωποι που είχαμε στο μυαλό μας ως εγκέφαλοι ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, δεν είχαν σχεδόν καμία επιδεξιότητα κι όπως φάνηκε, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είχαν καν επαγγελματισμό.

Κι όμως, έγιναν στο μυαλό μας «παμμέγιστοι υπερκακοί» με σύστημα, προσοχή στη λεπτομέρεια κι επιμονή. Αυτοί οι «υπερκακοί» λοιπόν, τελικά έβαλαν κι από την τσέπη τους και δεν κατάφεραν να βγάλουν ούτε σεντ.

Γιατί έχει όμως αξία η ανάλυσή τους; Γιατί ο μόνος λόγος που τους διαφοροποιεί από τους κοινούς θνητούς είναι η αίσθηση ότι το έγκλημα δεν τιμωρείται. Κι αν σ’ αυτό προστεθεί το θάρρος τους να πράξουν δύο πράγματα παραπάνω, έχουμε έτοιμο το μίγμα του «υπερκακού». Τόσο απλοϊκά.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, την ανάδειξη κι εξύψωσή τους ευνόησαν κοινωνία και περιβάλλον. Όλοι ξέρουμε πώς λειτουργεί η Ελληνική Αστυνομία κι όλοι είδαμε σε ποιο επίπεδο συνολικά υπέρβαλε εαυτόν, προκειμένου να ολοκληρώσει μια επιχείρηση με 100% επιτυχία. Οι «υπερκακοί» όμως, ξέρουν επίσης ότι μπορούν να είναι πολλά βήματα μπροστά από την Αστυνομία, όχι γιατί είναι πιο έξυπνοι, αλλά γιατί «δουλεύουν» με… ιδιωτικονομικά κριτήρια. Κοινώς μπορούν να γίνουν πολύ ευέλικτοι και να αξιοποιούν περισσότερο τις δυνατότητές τους, στον βαθμό που δεν μπορεί, η κατά πολύ καλύτερη, Αστυνομία. Συν βεβαίως του ότι, οι κλειστές κοινωνίες παραμένουν κλειστές και όλοι ή σχεδόν όλοι κρατάμε τα στόματα κλειστά υπό το φόβο να μην… κλείσουμε τα σπίτια μας. Ας το ξαναδούμε όμως όλο αυτό. Όχι σε κάποιο αναπτυξιακό συνέδριο διαλογιστικού χαρακτήρα, αλλά σε επί της ουσίας πράξεις.