Μια ευκαιρία να γεμίσουν οι τσέπες τους με χρήματα και τα μυαλά τους να φουσκώσουν με αέρα
Είναι μακράν η αγαπημένη μου ελληνική ταινία, μου άρεσε όταν ήμουν μικρή, την αγαπώ σήμερα που -λίγο- μεγάλωσα και αναγνωρίζω πρόσωπα και καταστάσεις κάπου εκεί έξω.
Ένας φιλήσυχος, όπως παρουσιάζεται, ανθρωπάκος, που σκύβει το κεφάλι στο… κεφάλαιο γιατί θέλει να επιβιώσει. Ναι, αυτός είναι ο Βασίλης που όλοι κατακρίνουν γιατί δεν επαναστατεί. Ποιοι τον βάζουν συνεχώς στο στόχαστρο; Οι αριστεροί, αδελφή και κουνιάδος, που υποτίθεται πως διώκονται για την ιδεολογία τους.
Αρκεί, όμως, ένα λαχείο για να περάσει κανείς στην αντίπερα όχθη. Για άλλους είναι μία θέση, μία συνεργασία, μια ευκαιρία να γεμίσουν οι τσέπες τους με χρήματα και τα μυαλά τους να φουσκώσουν με αέρα. Ένα “τσικ” είναι για κάποιους που αρέσκονται να πλασάρονται ως αριστεροί να γίνουν δεξιοί και το κάνουν χωρίς αιδώ και συνεχίζουν να κουνούν το δάκτυλο, γιατί έτσι έχουν μάθει να κάνουν.
Γιατί εκείνοι πάντα είναι στο απυρόβλητο, γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους κρίνει. Στο μυαλό μου φέρνω εργαζόμενους που κατεβαίνουν στους δρόμους με πλακάτ, που έχουν ως γαλόνι το γεγονός ότι κάποτε φώναξαν συνθήματα σε αστυνομικούς, ότι είχαν γραφτεί σε νεολαίες κομμάτων και κολλούσαν αφίσες, υλικό που κάποτε θεωρείτο παράνομο.
Αυτά στα νιάτα τους, όμως. Λίγο αργότερα, στα πρώτα- δεύτερα -άντα, τα πράγματα άλλαξαν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν, όχι για όλους, φυσικά. Υπάρχουν και εκείνοι που επιμένουν να είναι ρομαντικοί.
Κάποιοι, όμως, έγιναν εργοδότες (αυτό από μόνο του δεν είναι πταίσμα), συνωμότησαν με άλλους επιχειρηματίες για να τσακίσουν τα φτερά νέων ανθρώπων που μόλις απέκτησαν έναν τίτλο σπουδών και τόλμησαν, -άκουσον- άκουσον- να διεκδικήσουν μισθό, ένσημα και αναγνώριση του πτυχίου τους.
«Τι λες, παιδί μου; Ποιος νομίζεις πως είσαι που θες και ιδιαίτερη σύμβαση; Τι σπούδασες, λέει; Χα, χα, χα», είπε αριστερός, όπως ο ίδιος εξακολουθεί να διαφημίζεται μέχρι και σήμερα και να παρουσιάζεται ως παράγοντας στο Ηράκλειο, σε 24χρονο εργαζόμενο και, να σημειώσω, πριν την κρίση που ίσως σε έναν απειροελάχιστο βαθμό (ίσως, πάλι, όχι) θα δικαιολογούσε ανάλογη συμπεριφορά από πλευράς της εργοδοσίας.
Αν πολλοί συμπαθούν τον ποιητή Φανφάρα, κι εγώ -είναι η αλήθεια- ζω για τη στιγμή που θα απαγγείλει τα εξής:
«Φαρμάκι έχω στην Ψυχή
Φέρνει μαυρίλα θολερή
Στα στήθια μου
Νύχτα αξημέρωτη ξανά
Με το πιοτό της με κερνά
Εβίβα μου
Σκοτάδι πίνω για πιοτό, πω πω πω πω πω πω πω πω, Ντέφι της λύσσας μου κρατώ
πωπωπωπω, πωπωπωπω, και το μυαλό μου είναι θολό
πωπωπωπω, πωπωπωπω».
Ταυτίζομαι, όμως, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου που παίρνει ανάποδες, βγάζει τις παλάμες μπροστά από τα χείλη του και αναφωνεί
«Και το μυαλό σου είναι θολό
και το δικό της πιο λειψό.
Σας εθολώσαν τα λεφτά
γεια σου Φανφάρα φαφλατά!»
Γιατί ένας Θεός ξέρει πόσες φορές έχω παλέψει με τον εαυτό μου, έχω κρατήσει το στόμα μου κλειστό, με πόση δυσκολία…
Όχι τίποτα άλλο, Απόκριες έχουμε, θα ντυθώ και κόκορας και τα άλλα ας τα γράψει η Ιστορία.