Ο Κώστας ήταν η επιτομή του θαμώνα και ο τελευταίος των… Μοϊκανών
Μπορεί να έχουν περάσει τουλάχιστον τριάντα χρόνια, αλλά εκείνο το καυτό μεσημέρι του Ιουλίου είναι ακόμα χαραγμένο στο μυαλό μου, πασπαλισμένο με αλάτι και άμμο. Κάτω από τον ήλιο 11 μαντραχαλάδες και μια δίμετρη που έπαιζε πασαδόρος στην ομάδα των Ιταλών, συνορίζονταν σαν τα κοκόρια πάνω στο φιλέ και χαλούσαν τη νιρβάνα των λουόμενων στην παραλία του «Πάνθεον» στις Γούβες.
Ο αγώνας βόλεϊ μεταξύ ρέμπελων Ελλήνων και Ιταλών παραθεριστών βρισκόταν στην κορύφωσή του και οι παίκτες με τις φωνές, τα καρφιά και τα άστοχα σερβίς χαλούσαν τον κόσμο. Σε βαθμό τέτοιο που κάποιοι λουόμενοι διαμαρτύρονταν έντονα και ζητούσαν απεγνωσμένα την παρέμβαση του beach boy – ναυαγοσώστη. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν μέχρι τη βάση του «πύργου», αναζητώντας τον νεαρό που θα έβαζε τάξη!
Ο «πύργος» έμοιαζε να κουνιέται αλλά ο νεαρός πουθενά. Ώσπου κάποια στιγμή κάτω από τ’ αποξηραμένα φύλλα φοίνικα για τη σκίαση του «πύργου» ξεπροβάλλει ο αναψοκοκκινισμένος Κώστας με μια ξανθιά αλλοδαπή, που έδιναν τον δικό τους… αγώνα στο παρατηρητήριο, ατάραχοι από το χαμό της παραλίας, σαν να βρίσκονταν στην μέση του πουθενά. Σαν ναυαγοί πάνω σε ξερονήσι.
Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με τον Κώστα Μητσόπουλο, που από τότε συνάντησα εκατοντάδες φορές, στην πλειονότητά τους στη μπάρα κάποιου μαγαζιού. Ο Κώστας ήταν η επιτομή του θαμώνα και ο τελευταίος των… Μοϊκανών. Ο τελευταίος που γύριζε ακόμα σχεδόν κάθε βράδυ τα μπαράκια του κέντρου και έκανε σπονδές με J&B. Ένας θαμώνας-ξωτικό που χρόνια τώρα ζούσε για να εκπληρώνει το νυχτερινό του τάμα.
Άλλοτε με παρέα και στο τέλος μοναχός, αφού όλοι είχαν αποτραβηχτεί και ο Φιορέτζης είχε πεθάνει. Η τελευταία μας κουβέντα ήταν στην μπάρα του FIX πριν περίπου δύο μήνες. Συμπτωματικά τον ρώτησα για το φευγιό του Φιορέτζη, από τα χείλη του οποίο μόνιμα κρεμόταν ένα άφιλτρο.
«Ο Γιώργος στα τελευταία του είχε πόνους στο στήθος αλλά ό,τι και αν του έκανα δεν κατάφερα να τον πάω στο γιατρό. Ίσως τον σώναμε…» έλεγε με παράπονο. Δεν ξέρω αν του δικού του θανάτου προηγήθηκαν προειδοποιήσεις, αλλά το πιθανότερο ήταν να τις είχε πνίξει στο αλκοόλ.
Όπως εκείνο το πρωί που τον συνάντησα στην πλατεία Δασκαλογιάννη, και είχαν στρωμένο με τη Μαρία ένα τραπέζι με κονιάκ για ν’ αντέξουν την ιδέα του νυστεριού που θα τους αφαιρούσε τις ελιές. Το ίδιο σκηνικό και όταν πήγαν να κόψουν τα ράμματα!
Ο Κώστας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στη νύχτα του Ηρακλείου και ειδικά για κάποια μαγαζιά, τα αγαπημένα του, ένα τοτέμ ή ακόμα και η πιο ευδιάκριτη φιγούρα σ’ ένα πολυπρόσωπο πίνακα ζωγραφικής! Δεν το επιδίωκε, δεν κραύγαζε, δεν κάγχαζε, δεν προκαλούσε.
Το ποτό του, οι παρέες του, που λιγόστευαν με τον χρόνο και οι κουβέντες του. Έμπαινε αθόρυβα, σχεδόν «Σιγά- Σιγά», όπως και η επωνυμία του δικού του μεζεδοπωλείου. Το ίδιο σιγά “έφυγε”.
Σχεδόν αθόρυβα, στο ύπνο του. Τον ήξεραν πολλοί, αλλά τον γνώριζαν λίγοι, όσοι αυτός ήθελε. Και ήταν πολλά παραπάνω από θαμώνας μπαρ και καλό παιδί. Και εκεί πάνω που πάει έχει να τους πει πολλές μποέμικες ιστορίες. Ελπίζω να έχει και J&B…