Οι πρώτοι τουρίστες που θυμάμαι στην ζωή μου -όταν ακόμα πήγαινα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού- ήταν τα «παιδιά των λουλουδιών». Όχι, εμείς δεν πηγαίναμε στα Μάταλα που ήταν οι «χίπιδες», όπως τους έλεγαν οι μεγαλύτεροι άνθρωποι στην Μεσσαρά. Αυτοί περνούσαν από την κωμόπολη των Μοιρών, όταν ένα λεωφορείο τους έφερνε από το Ηράκλειο και ένα άλλο τους πήγαινε μετά από λίγες ώρες στον… παράδεισο των Ματάλων. Έρχονταν στο μαγαζί που εκείνα τα χρόνια διατηρούσαν οι γονείς μου και έτρωγαν μεσημεριανό, προτιμώντας το λαδερό ή το όσπριο που είχαμε μαγειρεμένο εκείνη την μέρα, κι έπιναν μια μπυρίτσα.
Όλη την ώρα που βρίσκονταν στο μαγαζί, τούς περιεργαζόμουν κοιτώντας με παιδική αφέλεια την διαφορετικότητά τους από τους ανθρώπους που ήξερα. Έβλεπα τα μακριά μαλλιά τους δεμένα σε κοτσίδες, προσπαθώντας να καταλάβω αν ήταν αγόρια ή κορίτσια, και με εντυπωσίαζαν τα διαφορετικά και χρωματιστά τους ρούχα. Αυτό όμως που με τραβούσε σε αυτούς ήταν η αίσθηση ελευθερίας, η χαλαρότητα και τα ειλικρινή τους χαμόγελα.
Η μητέρα μου, μού έλεγε πως ήταν έτσι «επειδή ήταν τουρίστες και πως, αν ήταν στον τόπο τους, θα ήταν όπως εμάς». Η πιο καλή στιγμή για μένα στην σχέση μου με τα παιδιά των λουλουδιών ήταν η ώρα που ολοκλήρωναν το φαγητό τους κι άναβαν τσιγάρο. Τότε έβλεπα στα χέρια τους τα όμορφα περίεργα σπιρτόκουτα, έπαιρνα κι εγώ κουτιά σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου και τους πλησίαζα θαρρετά κι ας μην ήξερα καμία άλλη γλώσσα πέραν της ελληνικής.
Κάπως έτσι ανακάλυπτα την δύναμη της εξωλεκτικής επικοινωνίας, καθώς και πόσο ωραία μπορεί να επικοινωνήσει κανείς με νοήματα. Τους έδειχνα το δικό τους κουτί και το δικό μου και τους πρότεινα να τα αλλάξουμε με νοήματα. Κανείς δεν μου αρνήθηκε ποτέ, κι έτσι κατάφερα να φτιάξω μια συλλογή με εκατοντάδες σπιρτόκουτα, από κάθε μεριά του πλανήτη από όπου έφθαναν στον τόπο μας τα «παιδιά των λουλουδιών».
Κάπως έτσι έμαθα και τους τουρίστες, βιώνοντας τα χαμόγελά τους, την καλή τους διάθεση να ασχοληθούν με ένα ντόπιο μικρό παιδί και την γαλαντομία τους.
Τα χρόνια πέρασαν σαν αστραπή και οι δεκαετίες «ροκάνισαν» την ζωή που μας απομένει, ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα σκεφτόμουν τι είναι οι τουρίστες για μας, για την Κρήτη. Το προφανές σχετίζεται με τα έσοδα που σχετίζονται με την επιβίωση των ανθρώπων και των επιχειρήσεων του νησιού μας. Αλλά τελικά είναι μόνο αυτό το κέρδος μας από τον τουρισμό; Αυτό είναι το άμεσο που καταγράφεται, μετριέται, παρουσιάζεται και δημιουργεί προσδοκίες για το μέλλον.
Όμως το άνοιγμα των οριζόντων των ανθρώπων της Κρήτης μέσω της επαφής τους με τους τουρίστες είναι εξίσου σημαντικό. Οι δυνατές σχέσεις που άνθρωποι από όλο τον κόσμο δημιουργούν με Κρητικούς, οι Δήμοι που τιμούν τους επαναλαμβανόμενους επισκέπτες και η απόφαση των ανθρώπων από το εξωτερικό που για χρόνια κάνουν διακοπές στον τόπο μας, να εγκατασταθούν εδώ μετά την συνταξιοδότησή τους προφανώς είναι διαστάσεις που δεν πρέπει να αγνοούνται.
Γιατί αποτελούν μια προστιθέμενη αξία στο τουριστικό μας προϊόν που τελικά το κάνουν ανεπανάληπτο, πέρα από θάλασσες, παραλίες και βουνά. Δημιουργούν συναισθήματα και αν η λογική λαθεύει ή λοξοδρομεί, μερικές φορές τα συναισθήματα βρίσκουν πάντα τον δρόμο τους. Αυτός είναι ο τουρισμός που για τον τόπο μου φαντάζομαι και θα ήθελα. Έτσι με χαμόγελα και αγαπησιάρικη διάθεση όπως τον γνώρισα παιδί, με τα «παιδιά των λουλουδιών» που κατέκλυζαν τα Μάταλα.
ΥΓ. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι εκείνη η συλλογή με τα σπιτρόκουτα κάηκε σε μια πυρκαγιά στο σπίτι του παππού μου. Κρίμα, γιατί όταν κοιτούσα το κάθε κουτί, ανακαλούσα ζωντανό στην μνήμη μου το νεαρό ή την κοπελιά που μου το είχε δώσει. Τώρα βλέπω τα πρόσωπα αυτά, αλλά συγκεχυμένα.