Αν όλα αυτά τα γεγονότα δεν εκτυλίσσονταν στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν να καταγραφούν ως σενάριο θεατρικής φαρσοκωμωδίας

Ένα πιάνω, δύο αφήνω. Ένα πιάνω, δύο αφήνω.

Κάπως έτσι εξελίσσεται το παιχνίδι των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μετά και την προχθεσινή «ταλαιπωρία» του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη στο Τελωνείο των Κήπων. Στην αρχή ήταν οι 8 «πραξικοπηματίες της Τουρκίας» που μένουν στην Ελλάδα και η Άγκυρα ζητά απέλαση.

Μετά ήταν οι 2 δικοί μας αξιωματικοί, που ακόμα κρατούνται χωρίς κανείς να ξέρει ακριβώς το γιατί. Στη συνέχεια ήταν ο Τούρκος οδηγός του εκσκαφέα ή γκρέιντερ που κατάλαβε λάθος κι αντί να πάει αριστερά πήγε ευθεία και μπήκε στην Ελλάδα.

Και μόλις προχθές ο Κυριάκος Μητσοτάκης που αντί να πάρει μαζί του διαβατήριο, πήρε μόνο… χιούμορ, κι αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ίμβρο με καράβι μετά από πολύωρη καθυστέρηση.

Στο μεταξύ, η Γερμανία από τη μία πλευρά εγκαλεί την Ελλάδα για το ότι είναι υποχρεωμένη να προστατεύει τα ελληνικά σύνορα σαν να μην είναι ευρωπαϊκά. Από την άλλη κάνει διαβήματα για την προκλητική στάση της Τουρκίας αναφορικά με το θέμα των Ελλήνων αξιωματικών κι από μια τρίτη σκοπιά, πουλάει πολεμικά πλοία στους γείτονες.

Αν όλα αυτά τα γεγονότα δεν εκτυλίσσονταν στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν να καταγραφούν ως σενάριο θεατρικής φαρσοκωμωδίας. Κι όμως αποτελούν πραγματικότητα, και μάλιστα πολύ κακή.

Την ίδια στιγμή που η Γερμανία μάς κουνά επιδεικτικά το δάχτυλο, αγκαλιάζει φιλικά τον κουμπάρο Ερντογάν. Την ίδια στιγμή που ένας αρχηγός κόμματος κάνει χιούμορ με τη συμβατική του υποχρέωση να μετακινείται όπως όλοι οι πολίτες με τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα, κάποιοι άνθρωποι που υπηρετούν επίσης την πατρίδα, παραμένουν στη φυλακή γιατί έτσι έχει «καπνίσει» των Τούρκων.

Κι ενώ οι Έλληνες φοβούνται για την κατάσταση στο Αιγαίο και για τις προκλήσεις του Τούρκου σουλτάνου, διαπιστώνουμε πως μόνο με χρήματα ασκούνται σήμερα οι πολιτικές. Δεν ανακαλύψαμε και την Αμερική. Όλοι λίγο έως πολύ γνωρίζουμε πώς γίνονται οι δουλειές.

Απλώς ίσως σήμερα οι πολιτικοί έχουν γίνει ή τόσο αδέξιοι ή τόσο αναίσθητοι που δεν έχουν πλέον κανέναν δισταγμό, ενδοιασμό ή στοιχειώδες τακτ.