“Κοινό καλό”. Δυο απλές δισύλλαβες λέξεις, που με τη χρήση τους αποδίδονται τόσο αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες.

Έχει ενδιαφέρον η θεματολογία του δημόσιου διαλόγου στον τοπικό μικρόκοσμό μας. Οι ερωτήσεις που τίθενται, ο τρόπος που επιλέγει να απαντήσει η κάθε πλευρά και κυρίως η διαχείριση της αντικειμενικής δυσκολίας να ειπωθούν αλήθειες, να αναληφθούν ευθύνες και τελικά να δρομολογηθούν αποφάσεις για το κοινό καλό. «Κοινό καλό». Δυο απλές δισύλλαβες λέξεις, που με τη χρήση τους αποδίδονται τόσο αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες.

Αυτό αναδύεται από την πολιτική αντιπαράθεση που καταγράφεται σε σχέση με τις υψηλής ακτινοβολίας ακριβές εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Κέντρου, που φαίνεται ότι διχάζουν τις  δημοτικές παρατάξεις, αφού διατυπώνεται το αίτημα να μπει φρένο στις δαπανηρές χρεώσεις που αποδυναμώνουν τα οικονομικά του Πολιτιστικού, όταν δεν υπάρχει οικονομικό αντίκρισμα στα εισιτήρια. Μέχρι λοιπόν να καταφέρουν να συμφωνήσουν για το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν μπορεί η υπόθεση του πολιτισμού να μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη του κέρδους, έχουν τη δυνατότητα να ροκανίζουν όλο τον χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους, για να αφήνουν σε εκκρεμότητα και να μη δίνουν λύση σε κρίσιμα ζητήματα τα οποία τίθενται.

Για παράδειγμα, δεν είδαμε ιδιαίτερη ζέση να αποκαταστήσουν το ζήτημα του διπλασιασμού των χρεώσεων στις τιμές των αιθουσών του Πολιτιστικού Κέντρου, οι οποίες  απογειώθηκαν κι έφτασαν στα ύψη και γίνονται απρόσιτες για τα τοπικά σχήματα που θα βλέπουν τους χώρους αυτούς με το τρυπητό μακαρόνι. Βεβαίως υπάρχουν οι δημόσιες διαβεβαιώσεις ότι το θέμα γενικώς επανεξετάζεται, όμως μέχρι και όταν καταλήξει κάπου, θα ακολουθείται το πλαφόν των υφιστάμενων αστρονομικών τιμών. Και είναι απορίας άξιο, πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να ληφθεί μια απόφαση που στρέφεται ευθέως κατά της ντόπιας καλλιτεχνικής δημιουργίας, που δεν μανατζάρεται από χορηγούς, και δεν έχει «άκριες» στους διαδρόμους της εξουσίας.

Η πολιτική αυτή διαχείριση, ενσαρκώνει τη βαθιά αντίφαση που διέπει τη λειτουργία της Λότζια. Από τη μια πλευρά, απολογούμενη για τις ακριβές χρεώσεις των υψηλού επιπέδου εκδηλώσεων, προβάλλει ως επιχείρημα ότι πρέπει να αποσυνδεθεί ο πολιτισμός από την έννοια της οικονομικής ανταπόδοσης. Όμως το ίδιο το επιχείρημά της στρέφεται εναντίον της, αφού επέλεξε να απογειώσει το κόστος των χρεώσεων των αιθουσών του Πολιτιστικού Κέντρου, ακρωτηριάζοντας τη δυνατότητα των τοπικών καλλιτεχνών να έχουν πρόσβαση στη δημόσια δομή, στραγγίζοντας το υστέρημα ανθρώπων χωρίς οικονομικά κρατήματα, δείχνοντας κυνικά  ότι για να έχεις πολιτισμό πρέπει να πληρώσεις.

Και αυτό είναι μια κυρίαρχη αντίληψη που δυστυχώς διέπει τη συνολική λειτουργία της Λότζια, η οποία συνδέει άρρηκτα τις υπηρεσίες που παρέχει με την οικονομική ανταπόδοση, στραγγίζοντας τα εισοδήματα του πολίτη, (ο οποίος την ίδια ώρα, θα πρέπει να ανταποκρίνεται και στις αιμοδιψείς χρεώσεις του κεντρικού κράτους…). Το «κοινό καλό» προσδιορίζεται με αμιγώς ταξικούς όρους, που βαθαίνουν όλο και περισσότερο τις οικονομικές ανισότητες στην τοπική κοινωνία, η οποία συνθλίβεται όλο και περισσότερο στις μυλόπετρες των αφόρητων πιέσεων.