Δεν είναι μια απλή έκθεση.
Είναι απότιση φόρου οφειλόμενης τιμής.
Προσκύνημα σε μια γενιά
Άπειρες φορές τούς έχω σκεφτεί. Να φεύγουν ξεριζωμένοι, ρακένδυτοι από τον τόπο τους. Γι αυτούς όλα έγιναν ξαφνικά. Μια μέρα τούς ανακοίνωσαν ότι δεν μπορούν άλλο να μείνουν στο σπίτι τους. Πρέπει να αφήσουν τις εστίες τους, τα πατρογονικά τους, όλα τα υπάρχοντά τους και να κινηθούν δυτικά. Σε μια νέα πατρίδα.
Άπειρες φορές το έχω κάνει εικόνα. Να μετακινούνται με κάρα και υποζύγια. Αλλά κυρίως με τα πόδια. Σε ένα ατέλειωτο ταξίδι. Από την Καισάρεια, τα χωριά της Καππαδοκίας, την Αξό, τη Νίγδη, της Μαλακοπή, τα Φάρασα η απόσταση για τα παράλια της Σμύρνης είναι σχεδόν 1000 χιλιόμετρα. Με ένα μπαγκάζι ο καθένας, ό,τι μπορούσε να σηκώσει και να πάρει μαζί του. Και τα παιδιά. Πολλά παιδιά. Ξυπόλυτα και πεινασμένα. Να μην καταλαβαίνουν ούτε που πάνε, ούτε γιατί έφυγαν.
Πρέπει να έκαναν μέρες να φτάσουν. Τους φαντάζομαι πια χωρίς άλλες δυνάμεις να αντικρίζουν τη θάλασσα. Ήταν το τέλος του εφιάλτη; Όχι, το μακρύ ταξίδι τους προς την προσφυγιά στην πραγματικότητα τότε ξεκινούσε. Κι έπρεπε να βρουν το σθένος για να περάσουν απέναντι. Στο άγνωστο. Διότι η νέα πατρίδα ούτε με ανοιχτές αγκάλες τους περίμενε, ούτε μπορούσε στην πραγματικότητα να τους υποδεχθεί όπως θα ήθελαν. Όπως θα ήθελε και η Ελλάδα η οποία το 1922-1924 ήταν (ξανά) μια ρημαγμένη χώρα.
Αυτές οι εικόνες ξανάρθαν στο μυαλό, σαν ταινία. Τις έβλεπα πια, στην έκθεση που ξεκίνησε στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Το δράμα των προσφύγων που με την ανταλλαγή των πληθυσμών, όπως συμφωνήθηκε στη Συνθήκη της Λωζάννης, πήρε για πρώτη φορά επίσημο χαρακτήρα.
Δεν είναι μια απλή έκθεση, ένα απλό μνημόσυνο στη μνήμη τόσων ξεριζωμένων που άφησαν γη και πατρίδα για να μπολιάσουν το νέο τους σπίτι με ιδέες, νοοτροπία και δουλειά. Να φέρουν πολιτισμό στις συνοικίες του Ηρακλείου, να ανανεώσουν τον ελληνικό – χριστιανικό πληθυσμό στην ενδοχώρα. Να λύσουν μια και καλή το μείζον Ανατολικό Πρόβλημα με τις αναμείξεις των λαών και των θρησκειών. Να καταστήσουν την Ελλάδα μια αμιγώς ορθόδοξη, ελληνική χώρα.
Με τα καλά του και τα κακά του. Το τέλος του οικουμενικού ελληνισμού και η απώλεια των πατρίδων στη Μικρά Ασία μπορεί να μας… χαλάει, να προκαλεί θλίψη και να κάνει κάποιους να αναρωτιούνται πόσο βοήθησε η συμφωνία για ανταλλαγή πληθυσμών. Αλλά δυστυχώς η ιστορία είναι αμείλικτη. Διότι καταλαβαίνεις πια, 110 χρόνια μετά, ότι το δράμα των προσφύγων έσωσε την Ελλάδα!
Μπορείτε άραγε να φανταστείτε σήμερα την Ελλάδα χωρίς τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία; Πως θα ήταν; Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της Μακεδονίας θα ήταν μουσουλμανικός, κάτι ανάλογο στα νησιά, στην Κρήτη. Την ίδια ώρα απέναντι θα ήταν αφελές να πιστεύαμε ότι θα είχαν επιζήσει οι δικοί μας στη Μικρά Ασία ή την Καππαδοκία. Θα τους είχαν εξοντώσει όπως συνέβη στην Πόλη που εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή. Το τι θα είχε συμβεί μπορούμε να το αντιληφθούμε βλέποντας τι κάνουν ορισμένοι θύλακες στη Θράκη…
Δεν είναι, λοιπόν, μια απλή έκθεση. Είναι απότιση φόρου οφειλόμενης τιμής σε αυτούς τους ανθρώπους. Προσκύνημα σε μια γενιά που έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε για τις επόμενες. Και το βλέπεις σε όσους καθημερινά σπεύδουν να δουν από κοντά τις φωτογραφίες, τα αντικείμενα της καθημερινότητας, να διαβάσουν την ιστορία. Θλίψη για την τραγωδία, αλλά απέραντες ευχαριστίες για τη θυσία. Όσοι δεν έχετε επισκεφτεί την έκθεση για τους πρόσφυγες να το κάνετε, ακόμη και εάν δεν έχετε… μικρασιατικό αίμα στις φλέβες σας.
Η συγκίνησή σας θα είναι μεγάλη. Και στο τέλος να μείνετε 2-3 λεπτά μόνοι στον χώρο της μνήμης που έχει φτιαχτεί. Με τις φωτογραφίες και τις κραυγές των ανθρώπων. Να προσευχηθείτε για τις ψυχούλες τους.
ΥΓ: Θερμά συγχαρητήρια κι ευχαριστίες στην ΕΚΙΜ, στον Αλ. Καλοκαιρινό και την ομάδα του, στην Περιφέρεια και τον Δήμο γι’ αυτό το δώρο: την έκθεση «Πρόσφυγες στην Κρήτη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή».