«Μαγική» συνταγή δεν υπάρχει
ωστόσο υπάρχουν μια σειρά πρακτικών
που αν τις ακολουθήσει κανείς, θα δει,
σημαντική μείωση στους λογαριασμούς του
Πώς θα πετύχει κάποιος την «πολυπόθητη» εξοικονόμηση ενέργειας; Το ερώτημα αυτό είναι στα χείλη όλων καθώς οι τιμές στα καυσιμα φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη και το χέρι μπαίνει βαθειά στην τσέπη εν όψει του χειμώνα. Ο καθηγητής Ενεργειακών Συστημάτων στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Άγις Παπαδόπουλος, απαντά σ’αυτό το ερώτημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων και τονίζει πως «μαγική» συνταγή δεν υπάρχει. Προτείνει, ωστόσο σειρά πρακτικών που αν τις ακολουθήσει κανείς, θα δει, όπως λέει, σημαντική μείωση στους λογαριασμούς του.
Βέβαια, το πόσο κοστοβόρο είναι ενεργειακά ένα κτίριο ή γενικά ένας χώρος, εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. Έτσι, αν κάποιος κατοικεί, ή εργάζεται σε ένα σύγχρονο και καλά θερμομονωμένο κτήριο της τελευταίας 10ετίας ή 20ετίας, “ακόμη και λαθάκια να κάνει στο χειρισμό και στη λειτουργία των συστημάτων που διαθέτει, η επίπτωση θα είναι σχετικά μικρή”. Στην περίπτωση αυτή, όπως εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, το περιθώριο εξοικονόμησης δεν θα είναι ιδιαίτερα μεγάλο.
Στον αντίποδα, όμως, αν κάποιος κατοικεί ή δουλεύει σε κτήρια που έχουν κατασκευαστεί τη δεκαετία του ΄70 και πιο πριν και τα οποία δεν είναι θερμομονωμένα ή διαθέτουν παλαιά συστήματα θέρμανσης, τότε «η εφαρμογή καλών πρακτικών χρήσης των συστημάτων ενέργειας είναι σημαντική, αφού κάθε λάθος πληρώνεται ακριβότερα», όπως επισήμανε. Ο καθολικός αερισμός του σπιτιού είναι μια πρακτική που ακολουθείται στα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά και σωστά γίνεται καθώς για λόγους υγιεινής οφείλουμε όλοι να την ακολουθούμε.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον δρ. Παπαδόπουλο, ο αερισμός του σπιτιού θα πρέπει να γίνεται εντατικά, δηλαδή, θα πρέπει να ανοίγουμε τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού μας διάπλατα για 10-15 λεπτά κάθε δύο ή τρεις ώρες, γεγονός που θα οδηγήσει στην ανανέωση του αέρα, ενώ ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι σ’ αυτό το χρονικό πλαίσιο δεν προλαβαίνουν να κρυώσουν τα δομικά στοιχεία, δεν απαιτείται επαναθέρμανση του χώρου.
Σε δεύτερο στάδιο, το κάθε νοικοκυριό θα πρέπει να γνωρίζει πώς λειτουργεί το σύστημα θέρμανσης και ότι είναι μεγάλο λάθος να ανοιγοκλείνουμε τους διακόπτες. «Το σπίτι, ειδικά όταν είναι θερμομονωμένο, δεν το αφήνουμε ποτέ να κρυώσει εντελώς», εξηγεί και προσθέτει: «Ακόμη και όταν φεύγουμε καλό είναι να ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία στους 16 βαθμούς, έτσι ώστε όταν επιστρέψουμε και την ανεβάσουμε στους 22 βαθμούς, να μην χρειαστεί να “κάψει” πολύ ο λέβητας για να ζεστάνει τον χώρο».
Ως προς τα θερμαντικά σώματα, σύμφωνα με τον δρ. Παπαδόπουλο, είναι μεγάλο λάθος να τα έχουμε καλυμμένα με έπιπλα και καλύμματα, αφού έτσι, μειώνεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η απόδοσή τους. Συμπληρωματικά, υπάρχουν σκληρά «φύλλα» από ανακλαστικό υλικό που τοποθετούνται ανάμεσα στο θερμαντικό σώμα και τον τοίχο και μειώνουν έτσι τις απώλειες θερμότητας.
Επιπροσθέτως, τα σπίτια που “κοιτούν” προς Νότο, στη διάρκεια της ημέρας, πρέπει να τα αφήνουμε να λιάζονται, καθώς όπως εξηγεί ο καθηγητής, με αυτόν τον τρόπο εξοικονομούμε ως και 20% των αναγκών μας σε ενέργεια για θέρμανση.
Το βράδυ συνιστάται να κλείνουμε πόρτες και παντζούρια, ώστε να «μπαίνει» όσο το δυνατό λιγότερο κρύο μέσα στο σπίτι. Υπάρχουν μάλιστα θερμομονωτικές κουρτίνες, που δεν διαφέρουν οπτικά από τις κοινές και μπορούν να τοποθετηθούν επιπρόσθετα, προκειμένου να διατηρείται ο χώρος ζεστός.
Οι θερμομονωτικές κουρτίνες μπορούν να τοποθετηθούν και σε κρύους τοίχους (πχ βορεινούς) για να αμβλυνθεί το πρόβλημα του ψύχους. Επίσης, ο κ. Παπαδόπουλος συνιστά στα νοικοκυριά να κάνουν συντήρηση του καυστήρα κάθε χρόνο αλλά να… μην «βάζουν χέρι» από μόνοι τους στις ρυθμίσεις του συστήματος.
Ένας καυστήρας που δεν έχει συντηρηθεί σωστά καίει έως και 20% περισσότερο και δεν αποδίδει όσο πρέπει. Επίσης, ένα συχνό λάθος που κάνουν πολλά νοικοκυριά, είναι να χαμηλώνουν τη θερμοκρασία εξόδου του νερού από το λέβητα κι αυτό δυσκολεύει το σύστημα να ανταποκριθεί.
Στα σπίτια που θερμαίνονται με κλιματιστικά (που στην πραγματικότητα είναι αντλίες θερμότητας), πρέπει να έχει κανείς κατά νου ότι όσο υψηλότερη είναι η ζητούμενη θερμοκρασία τόσο η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα. Επομένως, όχι πάνω από 24 ή 25 βαθμούς. Για εξοικονόμηση ενέργειας στα κτήρια που χρησιμοποιούν ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες, η λύση είναι η τοποθέτηση ηλιακών συλλεκτών, η χρήση των οποίων μπορεί να καλύψει ηλιακά έως και το 80% των απαιτήσεων σε ζεστό νερό.