Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν καθηλωμένη
σε αναπηρικό αμαξίδιο αλλά έφτασε
αυτή να δίνει δύναμη σε όλους μας

Ακόμα κι αν το περιμένεις, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτό το «ποτέ ξανά» βαραίνει τόσο πολύ μέσα  στην ψυχή  που καμιά παρηγοριά δεν μπορεί να την συνεφέρει και καμιά εκλογίκευση δεν  την απαλύνει. Μόνο ο χρόνος, που σβήνει την πληγή αλλά όχι τα σημάδια της.

«Τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τί γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν» έγραφε ο αγαπημένος  Κ. Π. Καβάφης, στα υπέροχα μελαγχολικά, «Κεριά» του.

Στη λίστα που στην ενήλικη ζωή μου ξεκίνησε η θεία Θεανώ, που με το τέλος της μου έδωσε κυριολεκτικά ζωή, προστέθηκαν οι γιαγιάδες, οι θείες, ο αγαπημένος μου πατέρας, συγγενείς αλλά και φίλοι.

Στη λίστα τελευταία προστέθηκε η Μαρία, ξαδέλφη μα πάνω από όλα φίλη.

Μια περίπτωση γυναίκας που αξίζει να μιλήσει κανείς γι’ αυτή, γιατί μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τη δύναμη του χαρακτήρα της.

Λόγω της ξαδερφικής σχέσης από μικρά παιδια κι αργότερα έφηβες δίναμε ραντεβού τα καλοκαίρια στις «καλύβες» της Καραβόβρυσης δίπλα στα Καλά Λιμάνια, όπου όλοι σχεδόν οι Πηγαηδακιανοί και λοιποί κάτοικοι της Μεσαράς ξεκαλοκαίριαζαν.

Οι καλύβες, καλαμένιες κατασκευές είχαν τα πάντα από γκάζι για το φαγητό της ημέρας, μέχρι ράφια για τα απολύτως απαραίτητα που χρειαζόταν ένα αυτοσχέδιο νοικοκυριό.

Όσο για τον ύπνο, όλοι στρωματσάδα στην παραλία με την ομορφότερη μουσική, τον παφλασμό των κυμάτων και τον έναστρο ουρανό  για κουβέρτα. Σε όσα ξενοδοχεία κι  αν πήγα στην ενήλικη ζωή μου, με πισίνες και παροχές, κανένα δεν θα είναι ποτέ σαν εκείνη την στρωματσάδα στη θάλασσα του Νότου. Εκεί η Μαρία ξεχώριζε απ’ όλους.  Όταν εμείς πλατσουρίζαμε στα ρηχά  εκείνη  χανόταν στη θάλασσα του Λιβυκού για ωρες. Ήταν σα δελφίνι που βγήκε για λίγο στη στεριά για να κάνει παρέα με με τους υπολοίπους…

Αργότερα συγκάτοικοι για κοντά τρία χρόνια, όταν έπιασα την πρώτη μου δουλειά στην εφημερίδα «Δημοκράτης», ζήσαμε στην περίφημη οδό Δαιμονάκηδων χαρές, λύπες, ξενύχτια, βραδιές με εξομολογήσεις και έρωτες.

Έκανε τη δική της οικογένεια δύο παιδιά, μετακόμισε σε κεφαλοχώρι του Ηρακλείου κι όπως είναι φυσικό στις ζωές των ανθρώπων η επικοινωνία περιορίστηκε σε σποραδικές επαφές και  στο τηλέφωνο. Η τύχη είχε όμως άλλα γραμμένα… Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, από μια ασθένεια που ποτέ δεν διευκρινήσθηκε ποια ήταν, χωρίς επιπλέον να μπορεί να μιλήσει. Όμως παρα τις δυσκολίες έφτασε αυτή να δίνει δύναμη σε όλους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατάφερε να μιλήσει και να κάνει όλες τις οικιακές δουλειές καθισμένη στο αμαξίδιο.

Πριν λίγο καιρό την χτύπησε  ο καρκίνος στον πνεύμονα. Τον πάλεψε στα ίσα, όπως ήξερε να κάνει. Έχασε τη μαχη αλλά δε βγήκε ηττημένη γιατί πάντα  θα είναι ένας φάρος δύναμης για όσους την γνώρισαν.