«Νιώθεις
μια ζεστασιά
να σε τυλίγει»
«Το μόνο που θέλω είναι να πάω να αράξω κάπου ήσυχα, να ηρεμήσω. Να κοιμάμαι, να κολυμπάω, να τρώω, να κοιμάμαι ξανά και να μην κάνω τίποτα, για ένα μήνα».
Αυτό μου λένε πολλοί που έχουν μπουχτίσει με τους πάντες και τα πάντα και το μυαλό μου ταξιδεύει σε μετρημένα νησιά και ένα από αυτά είναι η Κάσος.
Είναι σαν να επισκέπτεσαι στο χωριό τη γιαγιά σου και νοιώθεις αμέσως μια ζεστασιά να σε τυλίγει. Χαμογελάς ασυναίσθητα όταν σκέφτεσαι αυτό το νησί με τις μπουκαμβίλιες, το εκτυφλωτικό λευκό στους τοίχους των σπιτιών, τα μπλέ παράθυρα, τις φρεσκοβαμμένες βάρκες που αράζουν στο λιμανάκι, τους παππούδες που παίζουν τάβλι στο καφενείο.
Όπου κι αν βρίσκεσαι, ακούς τους Κασιώτες που βρέθηκαν μετανάστες στην Αυστραλία να μιλούν με την ξενική προφορά τους και να αγκαλιάζουν με φωνές και γέλια τους συγγενείς τους, που έχουν χρόνια να τους δουν. Τα μεσημέρια και τα βράδια μαζεύονται όλοι μαζί στις ταβέρνες και αρχίζουν τα ούζα και τις παραγγελίες. Από τα φαγητά της Κασιώτικης κουζίνας, δεν ξέρεις τι να πρωτοδοκιμάσεις. Γι’ αυτό τα παραγγέλνεις όλα, ξανά και ξανά.
Χειροποίητα μακαρόνια με το τοπικό τυρί σιτάκα και τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι από πάνω, ποτέ δεν θα ξεχάσω τη γεύση τους. Μινιατούρες ντολμαδάκια τα πιο νόστιμα που μπορείς να φανταστείς, κολοχτύπες με λαδολέμονο, πείνες, μένουλες, ένα παστό ψάρι που μοιάζει με σαρδέλα, άγριο ροίκιο, της θάλασσας κάτι σαν ραδίκι που γίνεται σαλάτα. Παγωμένη ρακί εννοείται για το τέλος και μυρωδιές από την κουζίνα που σε λίγο σε κάνουν πάλι να πεινάς! Επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να περάσεις όλες τις διακοπές σου γύρω από ένα τραπέζι, καλό είναι να προλάβεις να πας με το φουσκωτό που κάνει αυτή τη διαδρομή, στην παραλία Αρμάθια, γιατί η Καραϊβική ωχριά μπροστά της.
Όταν σκουραίνουν τα πράγματα, αρκεί μια σκέψη, μια γεύση, μια μυρωδιά, μια εικόνα από αυτό το νησί – δεν είναι το μόνο – και όλα μου φαίνονται ξαφνικά εύκολα, ήρεμα και απλά.