Και κάπως έτσι το προξενιό «σχόλασε» με συνοπτικές διαδικασίες

Ο Κωνσταντής είναι καλόψυχο πλάσμα. Οι διηγήσεις τόσων διαφορετικών ανθρώπων για εκείνον ταυτίζονται απόλυτα. Όλοι μιλούν για ένα καλόκαρδο κοπέλι. Και είναι διηγήσεις ανθρώπων που τον γνωρίζουν από τότε που γυρνοβολούσε στο χωριό με τα κοντά παντελονάκια.

Παρά τα χρόνια και τις κακοτοπιές της ζωής, ο Κωνσταντής δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Η καρδιά του παρέμεινε πεντακάθαρη και κακία ποτέ δεν τον ακούμπησε. Ατόφιο χρυσάφι παρέμεινε ο μπαγάσας!

Τις προάλλες, σε μία φιλική παρέα, αναφέρθηκε το όνομα του με αφορμή περιστατικά του παρελθόντος, τα οποία έχουν αφήσει εποχή.

Η αφήγηση  τους παραπέμπει σε σκηνές του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, με τον Χατζηχρήστο και τον Βέγγο. Τόσο αγνά,  τόσο αυθόρμητα και ανεπιτήδευτα.

Κυπαρίσσι  δύο μέτρα, τον πίεζαν για παντρειά μετά προξενιού.

Εκείνος δεν πολύθελε, αλλά δεν χαλούσε και χατίρι. Να μην στεναχωρήσει, να μην κακοκαρδίσει.

Τη νύφη ούτε την κάτεχε, ούτε την είχε δει. Πλύθηκε, ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε στο σπίτι της κοπελιάς, σε χωριό του Αρκαλοχωρίου.

Όλοι οι συγγενείς μαζεμένοι να ξανοίγουν επίμονα το κελεπούρι, τον υποψήφιο γαμπρό. Μπροστά του είχαν απλώσει όλα τα καλά του Θεού για το καλωσόρισμα: λικέρ, ρακή, παινεμένες μυζηθρόπιτες με το μέλι και χορτόπιτες με λογής-λογής χορταρικά και αρωματικά (δια χειρός της νύφης), δύο-τρία διαφορετικά γλυκά του κουταλιού.

Ίδρωσε ο καημένος, αναψοκοκκίνισε καθ’ ότι και ντροπαλός, στέγνωσε το σάλιο του.

Λίγο νεράκι ήθελε μόνο να δροσίσει το στόμα του. Πιο κοντά του στεκόταν μία νταρντανογυναίκα, η οποία μία κοίταζε εκείνον, μία το πάτωμα, μία εκείνον, μία το πάτωμα. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε στεφάνι γύρω από το  κεφάλι, και από τα αυτιά της κρέμονταν δύο όμορφα κοραλλένια σκουλαρίκια που το χρώμα τους ταίριαζε με το κόκκινο-ροζ στα μαγουλάκια της.

Ο Κωνσταντής  την κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια, της χαμογελάει και με γλυκύτητα τής λέει: «Θεία, θα μου βάλεις λίγο νερό!».

Σε αυτό το σημείο οφείλω να σας ενημερώσω ότι το προξενιό έληξε άδοξα, με συνοπτικές διαδικασίες διότι πολύ απλά η «θεία», όπως την αποκάλεσε ο Κωνσταντής,  με όλο τον αυθορμητισμό του, ήταν η υποψήφια νύφη.

Τώρα θα με ρωτήσετε γιατί σας διηγούμαι αυτή την ιστορία…  Γιατί γέλασα με την καρδιά μου σαν την άκουσα. Γιατί παρά το φως του καλοκαιριού, έχουν μαυρίσει οι ζωές μας με την πανδημία, τις μεταλλάξεις, τους σεισμούς, τις φωτιές, την κλιματική αλλαγή.

Γιατί μακάρι να υπήρχαν περισσότεροι Κωνσταντήδες στον κόσμο.