«Δεν έχει νόημα
να επείγεσαι.
Το σημαντικό είναι
να προλαβαίνεις»

Μόλις είχα τελειώσει με την παρέα τα κάλαντα. Οι «αλιμπίκες», που μας φώναζε ο παππούς. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Σκίσαμε τους άλλους: Γεμάτο το καλάθι με αμύγδαλα, καρύδια, λουκάνικα και κουραμπιέδες (τα νεύρα μας τότε!), το ντενεκάκι του λαδιού κι αυτό σχεδόν να ξεχειλίζει. Οι τσέπες από λεφτά , χμ… όχι πολλά πράγματα. Τα είπαμε. Τότε ο κόσμος δεν είχε ρευστό. Μερικά τάληρα, δεκάρικα, εικοσάρικο πού και ένα. Αλλά ήμασταν τόσο χαρούμενοι! Είχαν κοκκινίσει τα μάγουλά μας από το κρύο, μα μόνο η… κάψα που νιώθαμε μέσα μας, αυτή η ζέστη κυριαρχούσε στην ψυχή μας.

Αφού μοιραστήκαμε τα «έσοδα», συμφωνήσαμε να συναντηθούμε λίγο μετά για παιγνίδι. Επιστρέφοντας στο σπίτι η μάνα μου άρχισε τα δικά της. Πού θα πας, είναι κρύο, δεν είσαι και καλά ντυμένος, έχουμε δουλειές, θα μείνεις να φάμε! Ω ρε νεύρα! Έβραζα τώρα. Γιατί δεν με αφήνεις; Τώρα αρχίζουν τα ωραία. Πότε θα μεγαλώσω εγώ; Σκέφτηκα να κρατήσω μούτρα, να κρατήσω την αναπνοή μου να τους «εκδικηθώ», αλλά αυτά δεν έπιαναν στους «παλιούς» γονείς. Με θυμάμαι να φεύγω από το τραπέζι, να πηγαίνω στο κρεβάτι μου και να μπαίνω μανισμένος κάτω από το βαρύ πάπλωμα. Έμπαινες από κάτω, τέλος, δεν μπορούσες να κουνήσεις!

Οι σκέψεις ήρθαν, έρχονταν αυτόματα σε τέτοιες στιγμές. Να μην ήμουν μεγάλος, να σου πω εγώ τι θα έκανα! Που θα μου πείτε να μην φύγω. Φανταζόμουν τον καιρό, τα χρόνια που θα ήμουνα και εγώ ενήλικος, να έχω τη δυνατότητα να κάνω ό,τι θέλω. Ταξίδευε ο νους μου στην επόμενη δεκαετία, του ‘80, που θα ήμουν έτοιμος ακόμη και να… ψηφίσω- όχι πως με ένοιαζε για τις βόλτες το λεω. Τότε δεν ήξερα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε 3-4 χρόνια, θα ερχόταν το ΠΑΣΟΚ και θα τα άλλαζε όλα.

Θα… είχαμε ωραία χρόνια μα ποιος το ξερε; Να φτάσω μέχρι το… 2000, αλλά φαινόταν τόσο μακρινό. Ποιος θα πάει μέχρι εκεί;  Πότε να έρθει; Να αλλάξουμε αιώνα, που μας έλεγαν; Μα τότε δεν θα έχω απλώς ενηλικιωθεί, αλλά θα είμαι και μεγάλος- σκεφτόμουν σχεδόν αδύνατο να προκάμω ως την αυγή του 21ου αιώνα. «Αυτό αργεί ακόμη, είναι μακριά…» έλεγα και απλώς πήγαινε ο νους μου στην επόμενη, την Πρωτοχρονιά του 1978… Σκέφτηκα τις βόλτες, την «καλή χέρα», κανένα ποδήλατο – λέμε τώρα. Πάει και ο θυμός, πάει και η τσαντίλα, με έπαιρνε, σε εμβρυακή στάση, ένας ύπνος γλυκός κάτω από τα υγρά, βαριά σκεπάσματα.

Ο ύπνος ήταν βαθύς, το ξύπνημα ξαφνικό. Με κεφάλι βαρύ. Διαπιστώνω ότι ξύπνησα στα τέλη του 2023! Πώς είναι δυνατόν; Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια; Δεν μπορεί να πέσαμε για έναν υπνάκο και να ξυπνήσαμε ήδη ένα τέταρτο μετά την αρχή του αιώνα! Εδώ δεν περνάει πολλές φορές μια νύχτα, δεν περνά μια ώρα δύσκολη, όταν έχεις πίεση και αδημονείς, και πέρασαν τόσες δεκαετίες; Κι όμως: Lente hora, celeriter anni (Αργά περνάει η ώρα, γρήγορα τα χρόνια) που έλεγαν και οι Λατίνοι.

Κοιτάζεις πίσω και δεν πιστεύεις αυτό που δεν βλέπεις. Μεγάλωσες, μεγάλωσαν τα παιδιά, έφυγαν αγαπημένα πρόσωπα, έχει αλλάξει ο κόσμος. Τρέχει με ταχύτητα ο χρόνος, αφήνει τα πάντα πίσω. Μόνο οι αναμνήσεις μένουν κι αυτές μερικές φορές μισές, λες και κάνεις επιλογή. Ο νους μας επιλέγει τι να κρατήσει.

Όσο και να φαίνεται παράδοξο, κι ενώ ο χρόνος είναι σχετικός, εφεύρημα ανθρώπινο, δεν δείχνει έλεος στους ανθρώπους. Προχωρά με τους δικούς του ρυθμούς, δεν ελέγχεται. Σε λίγες μέρες αφήνουμε και το 2023. Μπαίνουμε στο 2024! Το λέμε και δεν το πιστεύουμε. Κι όμως πάει ο καιρός. Μέχρι να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας, ο χρόνος έχει κυλήσει. Νερό που τρέχει και δεν γυρίζει ποτέ. Αναπολούμε τις ωραίες στιγμές της νιότης, τα παιδικά χρόνια, τη μάνα μας, τον πατέρα μας. Όσους μας λείπουν.

Κοιτάζεις πίσω και είναι περισσότερα από όσα μπροστά. Όσα… χρωματιστά τιμολόγια και να μας υπόσχονται για το 2024, στα δικά μας «τιμολόγια της ζωής» έχουμε καταγράψει αυτά που κάναμε, όχι αυτά που έρχονται. Κι εκεί κάπου διαπιστώνεις το λάθος. Το λάθος που… βιαζόσουν. Έπρεπε μόνο να απολαμβάνεις κάθε στιγμή. Πώς το είχε πει ένας μεγάλος λογοτέχνης; «Δεν έχει νόημα να επείγεσαι. Το σημαντικό είναι να προλαβαίνεις».