«Αλλάζει όλο το πλαίσιο της χρήσης του δημόσιου χώρου»

Απόγευμα Σαββάτου, είχε  πιάσει να σουρουπώνει όταν κατηφορίζαμε περπατώντας προς το κέντρο της πόλης με το μικρό μου γιό. Η κίνηση στους δρόμους είχε χαλαρώσει και ο κόσμος απολάμβανε το φθινοπωρινό περίπατο στην πόλη, καθώς έσβηναν ήσυχα τα χρώματα της μέρας. Αυτή τη φορά συμφωνήσαμε να τραβήξουμε κατά το Πάρκο Γεωργιάδη, αφού παρά την ελαφριά ψυχράδα, ο καιρός ήταν γλυκός και απάνεμος. Στην παιδική χαρά συναντήσαμε  μητέρες που έπαιζαν με τα πιτσιρίκια τους, και πιο πέρα, τα παγκάκια ήταν γεμάτα από μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, που μιλούσαν έντονα, γελούσαν και τραγουδούσαν, ξεφορτώνοντας την αφόρητη πίεση των μαθημάτων και την ένταση από τα γκάζια της εφηβείας.

Ένα μελίσσι χαράς, μια  γιορτή που ξεφύτρωνε από το πουθενά, στην καρδιά της πόλης,  που έχει τόση ανάγκη να αποσυμπιεστεί, να νιώσει για λίγο τη λύτρωση της ξεγνοιασιάς και να ανακαλύψει ξανά τις χαρές των μικρών και ασήμαντων πραγμάτων που αγγίζουν τις βαθύτερες ανάγκες του πυρήνα την ύπαρξής μας. Απόρησα πραγματικά όταν διαπίστωσα ότι το κυλικείο του πάρκου ήταν κλειστό, και όλο το τμήμα  που καταλάμβαναν οι καρέκλες, σκοτεινό και άδειο. (Αργότερα ενημερώθηκα έκπληκτη ότι τα Σάββατα κλείνει από τις 6.00 το απόγευμα).

Ωστόσο αποφασίσαμε να καθίσουμε εκεί μιας και τα υπόλοιπα παγκάκια πίσω μας, από την πλευρά της παιδικής χαράς,  ήταν κατειλημμένα. Δεν θα είχαν περάσει πέντε λεπτά, όταν μας προσέγγισε ένας κύριος και μας ζήτησε να φύγουμε. Τον ρώτησα γιατί, και εκείνος αφού μου εξήγησε ότι είναι σεκιούριτι του πάρκου, ξεκαθάρισε ότι οι εντολές που του έχουν δοθεί είναι να μην κάθεται κανείς στις καρέκλες. Μάλιστα για να προλάβει πιθανή αντίδρασή μου, σχολίασε με νόημα ότι εδώ υπάρχουν κάμερες και παρακολουθούν τι γίνεται μέσα στο πάρκο. Τον ρώτησα ποιος ενοχλείται εάν καθίσουν στις άδεις καρέκλες δύο άτομα, και εκείνος μου απάντησε έκπληκτος, «μα εδώ αγανακτήσαμε να ξεφορτωθούμε αυτούς,  για να ευπρεπιστεί το πάρκο».

«Δηλαδή ποιους», τον  ξαναρωτώ και εκείνος απαντά «αυτούς εδώ», δείχνοντας μου με το δάκτυλο τα πιτσιρίκια… «Μα δεν είστε από εδώ;» συνεχίζει, «δε θυμάστε τι γινόταν παλαιότερα στο πάρκο με τα γκράφιτι, και τις ασχήμιες …Τώρα που το πάρκο έχει ευπρεπιστεί θέλετε να ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν;». Πραγματικά συγκλονισμένη από την απάντηση τον ρωτώ ξανά, «και το πάρκο γιατί το φτιάξαμε δηλαδή, για να το χαίρονται οι άνθρωποι ή μόνο οι παπαγάλοι, και τα κοτσύφια»; Με ύφος κατηγορηματικό αποκρίθηκε «θα χάσω τη δουλειά μου αν συνεχίσετε να μένετε στις καρέκλες. Κάντε ό,τι θέλετε».

Φύγαμε, γιατί προφανώς δεν θέλαμε να προκαλέσουμε ζημιά  στη δουλειά του ανθρώπου, που εκτελούσε συγκεκριμένες εντολές τις οποίες είχε λάβει και με γλαφυρότητά μας περιέγραψε το βαθύτερο μεγαλόπνοο σχέδιο της ανάπλασης του πάρκου, όπου με την απειλή της κάμερας, οι άνθρωποι θα πρέπει να μην κάθονται στις άδειες καρέκλες, γιατί έτσι ο χώρος διατηρείται ευπρεπής. Με βαθιά πικρία  σκέφτομαι, πόσοι άλλοι άνθρωποι έχουν πάρει την ίδια απάντηση, και έζησαν την εμπειρία της εκδίωξης από ένα δημόσιο χώρο, που με το όχημα της ανάπλασης, αλλάζει την ιστορική του υπόσταση και παράδοση.

Οι νέοι κανονισμοί χωράνε μόνο την αποστειρωμένη ευπρέπεια, στο όνομα της οποίας αλλάζει όλο το πλαίσιο της χρήσης του δημόσιου χώρου,  που πλέον οριοθετείται με εμπορικό ωράριο και κανόνες λειτουργίας,  χαμηλά ντεσιμπέλ  και ελεγχόμενες συναθροίσεις. Το νέο πλαίσιο παρεμβαίνει ευθέως και αλλάζει το χαρακτήρα και την ταυτότητα ενός χώρου που ήταν ταυτισμένος με την έκφραση της συλλογικότητας, τη δημόσια προβολή και ανάδειξη θεμάτων της κοινωνίας για την πολιτική, την αλληλεπίδραση ανθρώπων που μοιράζονται κοινές αγωνίες για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Και αν κάποιοι διαβάζοντας αυτές τις αράδες νιώθουν την επίγευση  της πίκρας που αφήνει πίσω η σκέψη «τα έλεγα εγώ» είναι επειδή συναντήθηκε με τη ρήση του ποιητή «και η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε, όταν δε θα χρειάζεσαι πια καμιά εξήγηση…»