«…πρέπει να βουτάμε στα κύματα για να μεταφέρουμε καφέδες, να σηκώνουμε στις πλάτες τον πελάτη αν το διατάξει, να χορεύουμε σαν αρκουδιάρηδες
αν το επιθυμήσει και να πατάμε στα κάρβουνα σαν αναστενάρηδες εφόσον πληρώνει για να το απολαμβάνει…»

Βαδίζουμε για τα μέσα του Ιούλη, με τις πιο καυτές ανάσες του καλοκαιριού να παραλύουν αντοχές και αντανακλαστικά και για τους περισσότερους οι διακοπές είναι πια απαγορευτικές με τον τρόπο που τις ονειρευτήκαν το χειμώνα.

Το μόνο που μπορεί να παραθερίζει πια στις ζωές μας είναι η μνήμη και οι αισθήσεις από τα βιώματα των παιδικών μας χρόνων που κλείστηκαν μέσα σε ασπρόμαυρα άλμπουμ. Η καλοκαιρινή ανεμελιά και η περίφημη θερινή ραστώνη είναι πια δικαίωμα λίγων, αφού οι υπόλοιποι έχουμε μόνο υποχρεώσεις και ένα φορτίο ευθύνες να υπηρετούμε δια βίου αυτούς που απολαμβάνουν τα μυθικά θέλγητρα του τόπου μας.

Παρόλα αυτά εξακολουθούμε να φουσκώνουμε από ενθουσιασμό και να ανασαίνουμε ανακουφιστικά με τα τουριστικά ρεκόρ που καταγράφονται κάθε νέα σεζόν, κάνοντας ότι δε βλέπουμε πως οι αλλεπάλληλες εκρήξεις  αφίξεων σηματοδοτούν  ακόμα μεγαλύτερη φθορά όλων των συστατικών στοιχείων που συνθέτουν τον ορισμό του ελληνικού καλοκαιριού και της φύσης μας.

Έτσι ο δρόμος για νέες καταπατήσεις και αβυσσαλέες επεκτάσεις μονάδων στα σπλάχνα της κρητικής γης  είναι σπαρμένος με καλές προθέσεις για τη στήριξη της τουριστικής βιομηχανίας που χαρακτηρίζεται ο κεντροβαρής πυλώνας της οικονομίας μας, ενώ την ίδια ώρα βράζουν στο ζουμί τους 400 τελεσίδικα πρωτόκολλα κατεδάφισης αυθαιρέτων σε αιγιαλό και παραλία που έπρεπε να έχουν φύγει χθες.

Στο μεταξύ κάποια στιγμή πρέπει να προσδιορίσουμε τι στο καλό βαριά βιομηχανία είναι αυτή, που καθορίζεται από το αν θα βρέξει, αν θα λιάσει, αν θα κάνει καύσωνα ή μελτέμια και τι θα κληρώσει στον τόπο μας το αποτύπωμα της κλιματικής αλλαγής.

Αλλά αυτά είναι μια άλλη μεγάλη και πονεμένη συζήτηση που δεν είναι εύκολο να ανοίξει, διότι τώρα το πρόταγμα είναι όλοι εμείς, τα γκαρσονάκια της Ευρώπης, να κρατάμε καλά το δίσκο μας, να χαμογελάμε και να είμαστε δουλοπρεπώς υπάκουοι στις απαιτήσεις του πελάτη που πληρώνει και έχει πάντα δίκιο, ειδικά όταν δίνει και χαρτζιλίκι.

Πρέπει να βουτάμε στα κύματα για να του πάμε τον καφέ, να τον σηκώνουμε στις πλάτες μας αν το διατάξει,  να χορεύουμε σαν αρκουδιάρηδες αν το επιθυμήσει και να προσφέρουμε θέαμα πατώντας στα κάρβουνα σαν αναστενάρηδες, εφόσον πληρώνει για να το απολαμβάνει. Το χρήμα να ρέει και ο εξευτελισμός και η εκμετάλλευση εξανεμίζονται καθώς όπως λέει και ο  υπουργός ο κ. Γεωργιάδης «αφού τηρούνται τα μέτρα ασφαλείας και ο εργαζόμενος το θέλει και πληρώνεται καλά με αυτό, δεν είναι θέμα του κράτους».

Θυμήθηκα ένα καταπληκτικό ποίημα του Μπ. Μπρέχτ που λέει, «υπάρχουν πολλοί τρόποι για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο. Μπορείς να τον μαχαιρώσεις στην κοιλιά, να του αρπάξεις το ψωμί απ’το στόμα, να μην τον γιατρέψεις από την ασθένεια που πάσχει, να τον βάλεις σε μια άθλια κατοικία, να τον εξοντώσεις βάζοντάς τον να δουλεύει μέχρι θανάτου, να τον οδηγήσεις στην αυτοκτονία, να τον στείλεις στον πόλεμο. Λίγοι μόνο απ’ αυτούς τους τρόπους είναι απαγορευμένοι στο κράτος μας».