Στην Ελλάδα έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις, αρκεί να μη σε πιάσουν

Παρά το ότι είναι πρωί, εμένα με τυφλώνουν τα φώτα των αυτοκινήτων που έρχονται από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Συμπωματικά το ραδιόφωνο παίζει “Blinding by the lights” και σκέφτομαι πόσες φορές έχει τύχει η μοίρα να μας ξεγελάσει ή να μας κοροϊδέψει λίγο.

Επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Φώτα στο δρόμο από απέναντι, σημαίνει δύο πράγματα: ή έλεγχος της αστυνομίας ή τροχαίο. Τα έχω ζήσει και τα δύο. Το πρώτο το βαριέμαι ειλικρινά. Το δεύτερο μού σφίγγει το στήθος και το στομάχι τόσο πολύ που ελπίζω να μην το δω ξανά. Προετοιμάζομαι για το πρώτο σενάριο. Κλείνω το κινητό αν και μιλώ μέσα στο αυτοκίνητο μόνο με Bluetooth, χαμηλώνω την ένταση του ραδιοφώνου και κόβω ταχύτητα, γιατί ό,τι κι αν συμβαίνει, καλό είναι σε τέτοιες περιπτώσεις να οδηγείς λίγο πιο γρήγορα από χελώνα με πατίνια.

Τελικά ήταν έλεγχος. Μικτό κλιμάκιο 13 ατόμων που πραγματοποιούσε ελέγχους για παραβάσεις από μάσκα μέχρι κοκαΐνη. Δεν με σταματούν… ευτυχώς.

Ευτυχώς; Μέσα μου αρχίζω και αναρωτιέμαι: Αφού δεν είχα τίποτα να κρύψω, αφού δεν είχα κάνει καμία παράβαση, αφού δεν είχα υπερβεί κανένα όριο ταχύτητας, γιατί άραγε έφυγα ανακουφισμένος από ένα μπλόκο ελέγχου που δεν με σταμάτησε; Η απάντηση τελικά ήταν πιο εύκολη από αυτό που πίστευα. Προσπάθησα λίγο να σκεφτώ καθαρά και η απάντηση ήρθε σχεδόν αυτοματοποιημένα: Στην Ελλάδα έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις, αρκεί να μη σε πιάσουν.  Αυτή είναι η κουλτούρα και η φιλοσοφία μας χρόνια τώρα. Δεν μας ενδιαφέρει να τηρήσουμε το νόμο ούτε να κάνουμε το σωστό. Μας ενδιαφέρει απλώς να μην μας πιάσει η αστυνομία ή να μη μας επιβάλει πρόστιμο.

Πόσο μάλλον τώρα μέσα στην πανδημία που τα πράγματα είναι πιο … σφιχτά. Στο μυαλό μου φέρνω τον κρεοπώλη με τη μάσκα στο πηγούνι, που συμβουλεύει τον φίλο του.

«-Ψιτ, κολλητέ, στην 62 Μαρτύρων έχει μπλόκο, μην πας από εκεί. Εκεί τους ξεσκονίζουν».

Όπως σκέφτομαι επίσης και τον 60άρη κύριο με το μηχανάκι, που ήταν κατά τα άλλα «πολλά βαρύς» χωρίς τη μάσκα με το τσιγάρο στο στόμα, αλλά όταν τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί για να του βεβαιώσουν πρόστιμο έκλαιγε πιο φάλτσα κι από κοριτσάκι.  Κι όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά, παράλληλα αναρωτιέμαι: Γιατί να μην είχαμε μια χώρα που η τήρηση των νόμων θα θεωρούνταν αυτονόητη κι ο μέσος πολίτης θα ήθελε τον αστυνομικό φίλο του, ώστε να τον εμπιστευθεί σε περίπτωση ανάγκης;  Μήπως γιατί σε μια Ελλάδα που όλοι τα γνωρίζουν όλα και όλοι τα κρίνουν όλα, ο καθένας θα ήθελε νόμους αποκλειστικά ραμμένους στα μέτρα του; Μήπως γιατί οι πολιτικοί και η πολιτική συμβαδίζουν με τον παγκόσμιο πολιτικό πάτο, άρα είναι δύσκολο να δεχτούμε τις εντολές των πολιτικών, αλλά εύκολο να τους ψηφίσουμε;

Μήπως είναι όλα αυτά μαζί; Μακάρι όχι.