«Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει» έλεγαν οι παλιοί, οι θυμόσοφοι πρόγονοί μας. Καθόλου τυχαίο. Το έχουμε βιώσει όλοι. Όπως το έχει ζήσει και ο ήρωας της ιστορίας μας, ας πούμε ο μπαρμπα-Κυριάκος.

Ο οποίος έφυγε από το χωριό του στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 για να έρθει στην πόλη. Γύρευε καλύτερη τύχη για τον ίδιο και την οικογένεια, που είχε σκοπό να φτιάξει με τη γυναίκα του. Στην αρχή έμενε στο ενοίκιο και μετά αποφάσισε να αγοράσει ένα οικόπεδο σε προάστιο, τότε, του Ηρακλείου.

Τότε που σχεδόν όλη η πόλη εκτός τειχών ήταν ακόμη εκτός σχεδίου και τίποτα δεν μπορούσε να χτιστεί νομίμως, εκτός και εάν είχε παλιό κτίσμα ή το οικόπεδο είχε τουλάχιστον μεγάλη έκταση. Ο ίδιος νομιμόφρων και πάντα συνετός πολίτης ήθελε να βρει κάτι που να είναι νόμιμος. Και εντόπισε ένα παλιό σπίτι, έβγαλε τις άδειες, προχώρησε με χίλιες δυο θυσίες να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.

Στο τέλος της ημέρας ήταν ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης σε μια πολύ μεγάλη γειτονιά! Όσα χτίστηκαν στη γύρω περιοχή ήταν άνευ αδείας, αυθαίρετα και παράνομα. Λίγο αργότερα πήγαν ακριβώς δίπλα να χτίσουν κι άλλοι το αυθαίρετο που τους αναλογούσε. Στο όμορο οικόπεδο.

Ο άνθρωπός μας όχι μόνο δεν τους κατέτρεξε (πρώτο λάθος άραγε;), όχι μόνο δεν τους κατέδωσε, αλλά τους προσέφερε και ηλεκτρικό ρεύμα, τεχνική βοήθεια και πάσης φύσεως κάλυψη. Έχτισαν διώροφο αυθαίρετο με τη συνδρομή του γείτονα! Ο οποίος πάντα ήταν εκεί για να δώσει βοήθεια, ένα πιάτο φαγητό, ό,τι του ζητούσαν.

Ο καιρός πέρασε και ο δικός μας θέλησε να φτιάξει μια μικρή δεξαμενή νερού στο οικόπεδό του. Δεν ήξερε, αμέλησε, πάντως δεν έβγαλε τη σχετική άδεια. Με το που ξεκίνησε τις εργασίες, με την πρώτη σκαπετιά, να σου η Αστυνομία και η Πολεοδομία. Υπήρξε καταγγελία. Από ποιον; Μα, από τον… γείτονα. Τον ευνοημένο γείτονα. Βγήκαν οι άδειες, όλα εντάξει. Αλλά ο γείτονας εκεί.

Κάθε φορά και μία… καταγγελία. Τον ενοχλούσε και το νερό που έτρεχε, ακόμη και η καλοπέραση που είχαν οι άνθρωποι με το καλιμέντο τους. Μέχρι και για τα λουλούδια… ήρθαν αστυνομικοί. Είχαν τα όργανα της τάξεως απαυδήσει με τον αυθαιρετούχο καταγγέλλοντα, αλλά κάνε κι αλλιώς!

«Συγνώμη, ξέρουμε ότι δεν είναι σοβαρό, αλλά κάθε μέρα έρχεται ο γείτονάς σας και σας καταγγέλλει και απειλεί και μας»!

-Έτσι θα το αφήσεις αυτό; τον ρωτούσαν και τα παιδιά του…

-Άσ’ τον, κάποια στιγμή θα καταλάβει ποιο είναι το Δίκαιο και το Σωστό, απαντούσε ο Κυριάκος.

Δεν δικαιώθηκε ο φίλος μας. Μετά από λίγο τού διεκδίκησαν και νομικά ένα μέρος του οικοπέδου, στήθηκαν ωραίες ιστορίες από άλλους γείτονες, ο διπλανός έφερε ξανά την Αστυνομία να ξηλωθούν τα παρτέρια με τα φυτά! Είχαν καταλάβει ότι ο Κυριάκος πήγαινε με τον σταυρό στο χέρι και το εκμεταλλεύονταν. Πίστευε στη δικαιοσύνη και οι άλλοι το… κατάλαβαν.

«Δικαιοσύνη; Θα βρεις δικαιοσύνη στον άλλο κόσμο. Σ’ αυτή τη ζωή έχουμε μόνο νόμους» έλεγε ένας σπουδαίος Αμερικανός και αυτό ίσχυε για τον άνθρωπό μας που μοιάζει η ιστορία του με αυτή της χώρας. Η Ελλαδίτσα που κάθε φορά πιστεύει ότι έχει το δίκαιο και το ηθικό με το μέρος της. Που πιστεύει ότι ο γείτονάς της είναι εκείνος που θα καταλάβει ότι είναι εν αδίκω.

Και προσπαθεί να τα έχει καλά μαζί του χωρίς να είναι σκληρή, ξεκάθαρη και ανυποχώρητη. Κι αυτός βρίσκει ευκαιρία και όχι μόνο είναι αυθαίρετος, πολεμοχαρής και αιμοβόρος, αλλά έχει το θράσος και την καταγγέλλει κιόλας! Ναι, ο Τούρκος που δεν καταλαβαίνει τίποτα από βοήθεια, από συμπόνια και αλληλεγγύη.

Μόνο ρεαλισμό, κυνισμό και τσαμπουκά. Δεν θέλει να έχουμε οπλισμένα νησιά, δεν θέλει να ψάχνουμε τα κοιτάσματα, δεν θέλει καν να στήνουμε… θαλάσσια πάρκα. Φαντάζομαι ούτε να αναπνέουμε θέλει, αλλά έτσι είναι ο κακός γείτονας. Παρ’ όλα αυτά εμείς προσπαθούμε να είμαστε… καλοί μαζί τους, συμπονετικοί, μέχρι και κουμπάρους τούς κάναμε.

Και το έλεγε η γιαγιά μου: συμπεθεριά και κουμπαριά μακριά από τη γειτονιά!