Την ώρα της Αποκαθήλωσης
μόνο ένας Βαραββάς και μια Καϊλή μπορούν να αποφυλακίζονται.
Η λαίδη και ο αλήτης!

Το φετινό Πάσχα είχε κάτι από τα παλιά: Φαγοπότι, γλεντοκόπι και θρησκευτική κατάνυξη πνιγμένη στην κρασοκατάνυξη. Η ύφεση της πανδημίας και η πλήρης ατονία των μέτρων που μας ταλαιπώρησαν τα τρία προηγούμενα χρόνια, μάς ένωσαν ξανά στα μεγάλα τραπέζια που στρώθηκαν σε εξοχικά, χωριά, αυλές και ταράτσες, βοηθούντος και του ήπιου καιρού της Κρήτης.

Κάπως μεγαλύτεροι, οφθαλμοφανώς βαρύτεροι και με εμφανή την πρόθεση να ξαναγίνουμε όπως παλιά, επιστρατεύσαμε όλοι μας την καλή διάθεση, να γίνουμε μια αγαπημένη παρέα, μια δεμένη οικογένεια και να ξορκίσουμε όλα εκείνα που μας βασανίζουν τα χρόνια της covid.

Να πνίξουμε την πίκρα μας στην μαγειρίτσα, ν’ απαλλαγούμε από τους δαίμονες κρατώντας με τα δυο χέρια το αγκωνάρι του αντικριστού, να ξαναβρούμε το δρόμο μας στον οβελία, να πιάσουμε από την αρχή το νήμα με το κοκορέτσι και να σκοτώσουμε τους φόβους μας με βεγγαλικά.

Να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι μας πονάει «δολοφονώντας» τα κουπλέ του Μητροπάνου και να αφαιρέσουμε από τις φλέβες μας το κρύο αίμα, ώστε να ρέουν μόνο χοληστερίνη και τριγλυκερίδια και να κολλήσει το CD, στον Ιούδα της Γλυκερίας, που φιλούσε υπέροχα.

Όλο τούτο το κρεσέντο ξεκίνησε από τη Μεγάλη Παρασκευή με την αέναη μάχη για μια καρέκλα σε ουζερί για να κάνουμε live streaming στην «Επιχείρηση Οκτάπους», πριν καν τελειώσουν τα εγκώμια της Παναγίας, χωρίς να περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο, χωρίς να μας αγγίξει το γλυκύ έαρ, να μας αγαλλιάσει το γλυκύτατο τέκνο και να μας απασχολεί μόνο… που έδυ σου ο αποκλαμός;

Όλα είχαν ξεκινήσει από το πρωί. Την ώρα της Αποκαθήλωσης, μόνο ένας Βαραββάς και μια Καϊλή, μπορούν να αποφυλακίζονται! Η λαίδη και ο αλήτης. Ή μήπως η ξανθιά αγαπημένη Παναγιά, που μαρτύρησε επί τετράμηνο στις φυλακές του Χάρεν, επειδή έτσι αποφάσισαν οι σύγχρονοι  Άννας, Καϊάφας και  Πόντιος Πιλάτος, που ένιψε τας χείρας του για να φύγουν τα αρώματα του αρνιού και όλα τα λιπίδια της πετσούλας;

Αλλά ακόμα κι έτσι η γλυκιά Θεσσαλονικιά φόρεσε το βραχιολάκι της και μες τις πασχαλιές και αυτή μύρισε την Ανάσταση. Όχι στη συμπρωτεύουσα, όχι στο Κορωπί που jame πολύ, μα σε κάποιο διαμέρισμα των Βρυξελλών.

Είναι προφανές ότι το τετραήμερο που το ρίξαμε έξω θα μας βάλει μέσα! Και σας το λέω μπέσα. Και μετά θα ξεκινήσουμε τα αγωνιστικά μας για να επιβιώσουμε… Ξέρετε τα γνωστά: Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες, οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί… Θα φωνάξουμε και διαχρονικό συνθηματάκι

«ένας στο χώμα χιλιάδες στον αγώνα» και χωρίς να το καταλάβουμε θα έχουμε φτάσει στο τριήμερο της Πρωτομαγιάς, που πέφτει Δευτέρα και κολλάει μια χαρά στο Σαββατοκύριακο. Για να ξαναβρεθούμε πάλι με την παρέα του Πάσχα σε ακρογιαλιές δειλινά, να ξαναβγάλουμε τα εσώψυχά μας να μάς φυτρώσουν γαρύφαλλα στο πέτο και να ξαναβάλουμε στη σούβλα και στις σχάρες το μισό αρνί που καβατζάραμε το Πάσχα! Τι, θέλει λεφτά η Πρωτομαγιά;

Τι να τα κάνεις τα λεφτά, με τόσα pass, τόσα καλάθια, δωροεπιταγές, bonus και προεκλογικά επιδόματα; Η ζωή είναι ωραία! Ακόμα και αν όλη η δικιά μας είναι ένα τριήμερό τους! Ακόμα και αν έτσι νομίζουν στην εσχάτη τους πλάνη, όσοι μας προορίζουν για τα θύματα της εσχάτης προδοσίας.