«Τέσσερις λέξεις στις οποίες χάνεται το ζύγι

της πολιτικής ανηθικότητας και της απανθρωπιάς»

Διάλεξαν τον Σεπτέμβρη γι’ αυτόν τον πικρό αποχαιρετισμό και πέταξαν μακριά αφήνοντάς μας να ψηλαφούμε το κενό στις ρίζες, στον κορμό, στα πιο ψηλά κλαδιά του πολιτισμού που έχει παράξει αυτός ο τόπος και κατάφερε να μας κρατήσει στέρεους, ορθοστατούντες και αμετανόητα ονειροπόλους για «να φτιάξουμε μια άλλη ζωή που αξίζει να πεθάνεις για χάρη της».

Ο Κώστας Καζάκος και η Ειρήνη Παπά, δύο πραγματικοί τιτάνες της τέχνης,σ φώτισαν με το έργο τους τα πιο βαθιά σκοτάδια της νεότερης ιστορίας του τόπου, αφού είχαν δει από πολύ νωρίς «πόσες φωλιές νερού έπρεπε να συντηρήσουν μέσα στις φλόγες».

Το ανάστημα του καλλιτεχνικού τους μεγαλείου, άγγιξε την απόλυτη κορύφωση γιατί η πορεία τους σμιλεύτηκε μέσα από τη συνέπεια του ήθους που πορεύτηκαν εμπνεόμενοι από το παράδειγμα του πιο συγκλονιστικού μύθου της αρχαιότητας, που δεν είναι άλλος από αυτόν του Προμηθέα.

Η ανεξάντλητη κληρονομιά που αφήνουν πίσω τους είναι φάρος φωτεινός έμπνευσης, δύναμης, ελπίδας, και πάθους, για έναν άλλο κόσμο, στον οποίο κανένας υπουργός δεν θα κραδαίνει προς τους ανήμπορους γέροντες, τους απελπισμένους άνεργους, τους απλήρωτους εργαζόμενους και τους κακοπληρωμένους υπαλλήλους λέγοντας ότι «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει». Οι τέσσερις αυτές λέξεις στις οποίες χάνεται το ζύγι της πολιτικής ανηθικότητας και της  απανθρωπιάς, είναι προσεκτικά διαλεγμένες από τη δουλοπρεπή φύση αυτών που υπηρετούν αφιερωματικά την πολυτέλεια των λίγων.

Αυτών που με όλο τον κυνισμό που τους χαρακτηρίζει, μας λένε ότι για να πληρώσουμε τους λογαριασμούς της ΔΕΗ θα πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά μας νηστικά και να μάθουμε να μην τρώμε αλλιώς θα πεθάνουμε. Μία ή άλλη δηλαδή, αφού στην ουσία του το δίλημμα είναι ή θα πεθάνεις ή θα ψοφολογάς, βουλιάζοντας στην ατομική ευθύνη που μας φόρεσαν κολάρο, την ώρα που αποκεφαλίζουν μαζικά κάθε κοινωνικό κεκτημένο.

Βέβαια εκ των υστέρων μετά το σάλο που προκάλεσε το περίφημο τελεσίγραφο της «προσαρμογής», έγινε προσπάθεια να χαρακτηριστεί ως στιγμιαίο λάθος, με μια εκ των υστέρων συγνώμη την οποία εύγλωττα η λαϊκή σοφία έχει περιγράψει με τι αντιστοιχεί… Εδώ έχει ενδιαφέρον ότι  η συγνώμη στρέφεται σε όσους «αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι» αλλά και «στα κυβερνητικά στελέχη που αντί να μιλούν για την επιτυχημένη παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και το τεράστιο κυβερνητικό έργο βρέθηκαν να απαντούν για αυτό το θέμα».

Αλλά ακόμα και αν με καλή διάθεση κάποιος  δώσει τόπο στην οργή, για την «άτυχη στιγμή» του υπουργού, το ίδιο το περιεχόμενό της παύει να ισχύει; Το υπαρξιακό ερώτημα που τίθεται σήμερα με την κυβερνητική πολιτική, δεν είναι «προσαρμογή ή θάνατος»; Ή μήπως «θάνατος στην προσαρμογή»;