«Πώς αλλάζουν
τα γούστα
και οι καιροί…»

Όταν ήμουν μικρή άκουγα για χωριό και μ’ έπιανε ναυτία.

Οι παιδικές αναμνήσεις του καλοκαιριού που είχα από το αγαπημένο χωριουδάκι του πατέρα μου δεν ήταν και οι καλύτερες.

Τη μια καιγόμουν στα ξύλα της παραστιάς, την άλλη έπεφτα απο τον γάιδαρο του παππού.

Τις νύχτες δεν άντεχα τη ζέστη και τα κουνούπια, το ξημέρωμα ήθελα να πνίξω τον κόκορα που μας ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα και τη μέρα σκουντουφλούσα από τη νύστα και την κακοκεφιά.

Υπήρχαν βέβαια και οι ωραίες στιγμές, χάρη στον παππού και τη γιαγιά, που έκαναν τα πάντα για να περιποιηθούν τα εγγονάκια τους απο τη… χώρα.

Ήταν η εποχή που λατρεύαμε τα κεφτεδάκια και τις τηγανητές πατάτες που ψήνονταν στο μαύρο τηγάνι και δεν ρίχναμε ούτε ένα βλέμμα στα καταπράσινα χορταράκια που μας ετοίμαζαν για να φάμε κάτι υγιεινό μαζί με τα αυγά ημέρας από το κοτέτσι.

Το ζήτημα ήταν ότι περίμενα πώς και πώς να περάσουν οι μέρες των διακοπών και να επιστρέψω σπίτι στο Ηράκλειο, στην ησυχία μου και στους φίλους μου.

Πώς αλλάζουν τα γούστα και οι καιροί!

Πώς γίνεται μικρή να αντιπαθείς τα χόρτα και το χωριό και μεγαλώνοντας να τα λατρεύεις;

Να ανυπομονείς να μπεις στο αυτοκίνητο ξέροντας ότι σε λιγότερο απο μισή ώρα θα βρίσκεσται κάτω απο τον έναστρο ουρανό, στον παράδεισο της γαλήνης και της δροσιάς;

Πριν λίγες μέρες πήγαμε για Σαββατοκύριακο στο Βορίτσι και είπαμε, για να μην ταλαιπωρούμαστε με μαγειρέματα – δεν κρατούσαμε και τίποτα ιδιαίτερο – να φάμε κάπου έξω. Αλλά οι συγχωριανοί μας, της μιας φοράς την εβδομάδα, η αγαπημένη μας  Φωτεινή, η κυρία Γαρυφαλλιά, η Μαρία, ο Βαγγέλης, ο Μηνάς, η καλή μας  θεία η Ρηνιώ, είχαν άλλη γνώμη.

Μας έφεραν τσάντες με βλήτα, πατάτες, αυγά, ντομάτες, γλιστρίδα και φρέσκα αγγουράκια. Κατέφθασαν ντολμαδάκια,  ξινόχοντρος, κολοκυ- θάκια με χοχλιούς!

Για πότε βράσαμε τα χόρτα, για πότε τηγανίσαμε πατάτες στο γκάζι, για πότε στρώσαμε το τραπέζι, για πότε τα φάγαμε ούτε που το καταλάβαμε!

Γλυκό δεν είχαμε για το τέλος, αλλά μας κέρασε ο Αλέξης στου «Μανόλη του Στρατή», το καφενεδάκι της  πλατείας μας (γι’αυτό, τις μουσικές, τις ρακές και το καπρικό θα σας μιλήσω μια άλλη φορά!) βανίλια παγωτό με γλυκό σταφύλι και βεγγερίσαμε μέχρι αργά, λέγοντας ιστορίες για τον Μωυσή που ήταν πασίγνωστος για την θεραπεία διάφορων ασθενειών με βότανα, μαγικά και προσευχές και  έζησε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι, στην είσοδο του χωριού.

Την επόμενη φορά κάτι πρέπει να κάνουμε για να τους ανταποδώσουμε την αγάπη που μας δείχνουν αλλά τι, αφού ζουν σε έναν μικρό παράδεισο και δεν τους λείπει τίποτα!