«Κι ύστερα ένα κλάμα, από της γης τα έγκατα»

«Πώς είναι να κρατάς το χέρι του παιδιού σου απ’ την μια μεριά εσύ και απ’ την άλλη ο θάνατος; Πώς είναι να νικάει αυτός και να σ’ αφήνει εκεί μες στην παγωνιά με το παγωμένο χέρι μέσα στο δικό σου; Τι άλλο να κάνεις ο ηττημένος, παρά με πείσμα να το βαστάς έτσι όπως το χάιδεψες χθες βράδυ και το σκέπασες ζεστό ζεστό με ένα φιλί ίσως, ένα «όνειρα γλυκά», ή ένα θυμωμένο «κοιμήσου επιτέλους, πήγε αργά».

Όσο κι αν αργήσουν, θα μείνω εδώ να πάρω το σώμα, αυτό θα στο πάρω, θα μείνω εδώ να το φυλάω όσο κι αν πάρει, τη μέρα, την νύχτα, στο κρύο, το χιόνι και τη βροχή, άγρυπνος μέσα στον κόσμο. Αυτό το χεράκι είναι ό,τι απέμεινε.

Πώς είναι να βαστάς στην πλάτη ένα κτήριο, εσύ η μεγάλη αδελφή με τα χέρια «φωλιά»; Να βάζεις έναν αγκώνα από ατσάλι στο κατσαρό κεφαλάκι και να περιμένεις στωικά τη ζωή ή το θάνατο; Του λες τραγούδια μέχρι να ξημερώσει ή σου κόπηκε η λαλιά;

Πώς είναι να είσαι σε μια στιγμή από κοριτσάκι, βράχος;

Πώς είναι να σπάνε τα νερά εφτά μέτρα κάτω απ’ τη γη και να αρχίζουν οι πόνοι της γέννας; Πώς είναι να γέννας καθώς πεθαίνεις; Πώς είναι δυνατόν να χωρέσει ο νους τόσο θανάσιμη αγκαλιά;

Κι ύστερα ένα κλάμα από της γης τα έγκατα.

Ένα κοριτσάκι ζωντανό με τον λώρο δεμένο ακόμα στη νεκρή πια μάνα του.

«Θανάτω θάνατον πατήσας».

Ένα κείμενο της ψυχοθεραπεύτριας Έλσας Κοππάση που συγκλονίζει..!

Πόσοι μπορούν να μείνουν ασυγκίνητοι σ’ αυτή την τραγωδία;

«Είναι χιλιάδες που πεθαίνουν μαζί με τα ερείπια της ζωής τους σε ήδη ρημαγμένες περιοχές. Το τεράστιο ύψος της ανθρώπινης οδύνης αφήνει πίσω του τα ταπεινά πολιτικά μας κατασκευάσματα».