Αν ψάξουμε
τις σημερινές γραμμές της πολιτικής ιστορίας, κατά κανόνα
θα δούμε εικόνα, επικοινωνία, ερασιτεχνισμό
και ωφελιμισμό

Από τη Δευτέρα βλέπω τις «αγιογραφίες» του Κώστα Σημίτη, της Μαριέττας Γιαννάκου, ακόμα και του… Κώστα Καραμανλή του νεότερου, να εξελίσσονται μπροστά μας σαν ένα μέρος μιας σύγχρονης ιστορίας που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε.

Και η αλήθεια είναι ότι θλίβομαι. Όχι γιατί υποβαθμίζω το έργο ή το μη έργο τους. Αυτό άλλωστε θα κριθεί πραγματικά από την ιστορία. Θλίβομαι, ωστόσο, διότι επί των ημερών τους, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είχαν δαιμονοποιηθεί τόσο πολύ από τους αντιπάλους τους κυρίως, που θα πίστευε κανείς ότι πιο… κάτω από αυτούς δεν πάει.

Σήμερα ωστόσο στα μάτια μας ανυψώνονται. Κι ανυψώνονται ως πολιτικές προσωπικότητες που, είτε λίγο είτε πολύ, άλλαξαν τον ρου της Ελλάδας και της πολιτικής ιστορίας του τόπου.

Διότι, όπως έλεγαν οι ίδιοι, σημασία δεν είχε να είναι αρεστοί ούτε εκείνοι ούτε οι πολιτικές τους πρόσκαιρα. Σημασία είχε να είναι χρήσιμοι για τη χώρα (τουλάχιστον στο δικό τους αξιακό πλαίσιο και σύστημα) εφαρμόζοντας πολιτικές κι ακολουθώντας λύσεις που αφενός θα τιμούσαν τις αρχές της παράταξής τους κι αφετέρου θα ωφελούσαν τη χώρα.

Ασφαλώς σε όλο αυτό το αφήγημα χωρούν δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις. Διότι ακόμα και σήμερα  υπάρχει αυτή η κρίσιμη μάζα που στέκεται κριτικά κι επικριτικά απέναντι τους.

Το θέμα ωστόσο είναι πως, αν ψάξουμε εκείνες τις γραμμές της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας, θα μπορέσουμε να βρούμε πλήθος προσωπικοτήτων, αρεστών και λιγότερο αρεστών, που έχουν αφήσει ένα σημαντικό αποτύπωμα στον τόπο τους. Και το αξιοπρόσεκτο είναι πως οι προσωπικότητες αυτές θα βρεθούν σχεδόν σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις και κόμματα.

Αν αντίστοιχα ψάξουμε τις σημερινές γραμμές της πολιτικής ιστορίας, κατά κανόνα θα δούμε εικόνα, επικοινωνία, ερασιτεχνισμό και ωφελιμισμό. Πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε φωτισμένες πολιτικές προσωπικότητες, διαδόχους θέσεων ευθύνης ή εκπροσώπους της νέας γενιάς, έτοιμους να βγουν μπροστά. Ακόμα πιο δύσκολα θα βρούμε «θερμοκοιτίδες» ολοκλήρωσης νέων πολιτικών στελεχών κι εν τέλει ανθρώπων που είναι έτοιμοι, πρόθυμοι και ικανοί να αναλάβουν ηνία σε αυτή τη χώρα.

Αν ακόμα, ψάξουμε βαθύτερα, ίσως βρούμε κάποιους ικανούς, αλλά κυρίως θα τους βρούμε μεταξύ εκείνων που δεν εκλέχθηκαν ποτέ ή που αν και θα μπορούσαν να εκλεγούν δεν ενδιαφέρθηκαν.

Κι όλο αυτό είναι ασφαλώς πάρα πολύ θλιβερό κι ανησυχητικό για τη χώρα. Διότι η διαφαινόμενη απαξίωση της πολιτικής στην ουσία αποτελεί μια γενικευμένη απαξίωση επί παντός επιστητού και μια παραίτηση απέναντι στην ανάγκη να βασιστεί η τύχη της χώρας σε χέρια στιβαρά.

Ας είναι… Θα κάνουμε στο μέλλον εκδηλώσεις μνήμης για το χαμένο πολιτικό μας παράδειγμα ως μεταμοντέρνοι Νεοέλληνες, που ακόμα και 2.000 χρόνια μετά παρουσιάζουν ως συγκριτικό πλεονέκτημα τα… μεγάλα μας μάρμαρα.