Μονάκριβο Ανθουλιώ μου,
δεν ξέρω πώς είναι να ζω χωρίς εσένα… Κανείς μας δεν ξέρει.
Ο μπαμπάς είναι ακόμα σιωπηλός. Κάνω πως δεν βλέπω τα δάκρυα
στα μάτια του
Η ζωή αλλιώς. Χωρίς εκείνη. Σε βλέπω να τρέχεις στους αγρούς του χωριού σου, ξυπόλυτη και ανέμελη, λουσμένη στο φως. Ανυπομονείς να συναντήσεις την αγαπημένη σου Κατερίνη, την αδερφή που δεν είχες, και το πειραχτήρι το αδερφάκι σου, τον μπάρμπα-Γιάννη μας, που μας την «έσκασε» το καλοκαίρι. Η γιαγιά η Μηλιώ μία σε είχε. Θέριζε και αλώνιζε σαν πέντε άνδρες, χήρα γυναίκα. Πριγκίπισσα σε ήθελε, παρά τη φτώχεια της εποχής. Με καπέλα και μακριά γάντια να μη «ματιάσει» ο ήλιος το αλαβάστρινο δέρμα σου.
Μονάκριβο Ανθουλιώ μου, δεν ξέρω πώς είναι να ζω χωρίς εσένα… Κανείς μας δεν ξέρει. Ο μπαμπάς είναι ακόμα σιωπηλός. Κάνω πως δεν βλέπω τα δάκρυα στα μάτια του. Έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια από το βράδυ εκείνο που ήρθε μόνος και πεντάρφανος από το Ηράκλειο στις Γούβες, με ένα ποδηλατάκι, να σε ζητήσει από τον θείο σου, τον παπά. Μία φορά σε είχε δει. Μία φορά ήταν αρκετή…
Δεν κάθεσαι πια στη γνωστή σου θέση, μπροστά στο παράθυρο, ούτε και στο δωμάτιο σου είσαι. Σε ψάχνω. Αναζητώ τη μυρωδιά σου στα σεντόνια, στα νυχτικά σου, στα ρούχα σου, στα πράγματά σου…
Μαμά, μη γελάσεις, χθες πάλι πήγα να σε πάρω τηλέφωνο να δω τι κάνεις…
Σε μάλωνα η ασυγχώρητη, που με έπαιρνες τηλέφωνο στη δουλειά από αγωνία για το τι θα φάει η αφεντιά μου. Να είμαι μέσα σε μία δικαστική αίθουσα και να βλέπω στο τηλέφωνο «μαμά» και εγώ να καρδιοχτυπώ ότι πάλι κάτι συνέβη στη φιλάσθενη μητέρα μου. «Έλα παιδί μου, τι ώρα θα έρθεις να σου ετοιμάσω να είναι ζεστό». Και αντί να προσκυνάω τα ανήμπορα πόδια σου και να φιλάω τα αγιασμένα χεράκια σου, γκρίνιαζα η αδιόρθωτη.
Με παρηγορεί που ξέρεις. Το ένιωθες, το ζούσες, το έλεγες. Το έλεγε κι ο κόσμος όλος. Ήσουν ευλογημένη μάνα και γιαγιά. Και ακόμα πιο ευλογημένοι είμαστε όλοι εμείς, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα σου. Εικόνισμα και φυλαχτό το Ανθουλιώ μας, πυξίδα στις ζωές μας.
Μαμά, αυτή τη φορά οι βασανιστικοί πόνοι σε λύγισαν. Σε είδα στο κρεβάτι του μαρτυρίου να ανοίγεις τα χεράκια σου παρακλητικά στο Θεό να σε πάρει κοντά του. Το Μαρινιώ μας, η καρδιά της καρδιάς σου, προσευχόταν νύχτα-μέρα να γίνει και πάλι το θαύμα, όπως τότε, πριν από δύο χρόνια. Προσευχόταν να σε πάρουμε και πάλι στο σπίτι, να γιατρέψει τις πληγές σου, μακριά από τον ψυχρό θάλαμο του νοσοκομείου που η συμπόνια και η ανθρωπιά βρίσκονται σε αποστείρωση. Μαμά, αυτή τη φορά το ένιωσες το τέλος. Ίσως γιατί αφέθηκες στη μοίρα σου. Έπαψες να παλεύεις.
Σε βλέπω να κυλιέσαι σαν μικρό παιδί στα λιβάδια της νιότης σου, ανάμεσα σε μαργαρίτες και παπαρούνες. Σε βλέπω να δροσίζεσαι στη σκιά μιας μεγάλης ελιάς. Σουρουπώνει σιγά σιγά. Μαμά, άναψε όλα τα φώτα του ουρανού. Αέρινη και ανάλαφρη. Η ανάσα σου είναι γαλήνια πια και στο κορμί σου οι πληγές εξαφανίστηκαν. Το δέρμα σου είναι και πάλι λευκό και αλαβάστρινο. Μοσχοβολά. Πέταξε, μάνα, πέταξε…