Πανηγύρι κανονικό. Τα Στρατάκια έλειπαν για να ξεκινήσουν τον χορό


Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη

Αυτή τη φορά σταθήκαμε τυχεροί. Το τεράστιο αλμυρίκι ήταν όλο …δικό μας. Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο είχε κάνει τη βουτιά του από νωρίς και  τα μάζευε να φύγει, παραχωρώντας μας μερικά τετραγωνικά παραδείσου. Καμία ομπρέλα δεν μπορεί να αντικαταστήσει μέσα στην κάψα του καλοκαιριού τη δροσιά ενός παχέος  ίσκιου.   Στα διπλανά αλμυρίκια οι… ένοικοι είχαν ήδη απλώσει πετσέτες, καρέκλες, ξαπλώστρες, τσάντες, ψυγεία, ψησταριές…

Στο αλμυρίκι, στα δεξιά, ρέμβαζε αθόρυβα ένα ζευγάρι τουριστών. Ο άνδρας καθόταν αναπαυτικά σε μία στιλάτη καρέκλα θαλάσσης. Στο ένα χέρι κρατούσε το βιβλίο, στο άλλο το τάμπλετ. Η γυναίκα είχε απλώσει την αρίδα της στον ήλιο. Είχε ξαπλώσει ανάσκελα, χωρίς καπέλο, χωρίς γυαλιά. Είχε ανοίξει διάπλατα τα χέρια της. Έδειχνε να απολαμβάνει την στιγμή. Το κατάλευκο πρόσωπο με τις πιτσιλιστές φακίδες είχε πάρει μία έκφραση ευτυχίας. Ρουφούσε τον ήλιο σαν να μην υπήρχε αύριο.

Το αλμυρίκι αριστερά το είχε καπαρώσει μια πολυμελής παρέα ντόπιων ζευγαριών, στα 60  φεύγα. Είχαν κάνει ολόκληρη…μετακόμιση. Οι περισσότεροι εξ Αλικαρνασσού ορμώμενοι. Το ένα από τα τέσσερα ζευγάρια της παρέας είχε σηκωθεί αξημέρωτα για να προλάβει να πιάσει το αλμυρίκι. Οι γυναίκες φόρεσαν καπέλα και γυαλιά, λούστηκαν με το αντιηλιακό από την κορυφή μέχρι τις πατούσες και ξάπλωσαν στην σειρά για ηλιοθεραπεία. Οι άνδρες από την άλλη έστησαν ψιλή κουβέντα για όλα τα θέματα. Ξεκίνησαν με τα μυστικά του καλού μουσακά, το βότανο που «θρυμματίζει» τις πέτρες στα νεφρά, πέρασαν στον θαυμαστό κόσμο των μελισσών, τον οποίο ακόμα προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν οι επιστήμονες και συνέχισαν με  την εκδημία γνωστού τους, ο οποίος έφυγε από τη ζωή εντελώς ξαφνικά. Η κουβέντα στράφηκε στα ελληνοτουρκικά και στον… αλήτη τον Ερντογάν, ο οποίος θα βρει τον δάσκαλο του στο πρόσωπο του νυν δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και αναπόφευκτα κατέληξε στον covid και στο μεγάλο ερώτημα: «ήντα θα πογενούμε».

Αλήθεια, δεν είχαμε στήσει αυτί, όμως ως γνήσιοι Έλληνες συζητούσαν μεγαλοφώνως… Μέχρι και τα τζιτζίκια «καπάκωσαν» οι φωνές τους. Μ’ αυτά και αυτά η ώρα πέρασε και τα αγόρια της παρέας πείνασαν. «Γυναίκες, άντε να ετοιμάσετε να φάμε».

Το όλο σκηνικό ήταν απολαυστικά σουρεαλιστικό… Σε χρόνο dt στήθηκαν τα αυτοσχέδια τραπέζια με τα καφάσια, οι νοικοκυρές άπλωσαν τα τραπεζομάντηλα, έκοψαν σαλάτες και το πανηγύρι άρχισε: τα ταψιά με τους μουσακάδες, τα γεμιστά και τα ψητά απλώθηκαν στα τραπέζια και οι μυρωδιές κατέκλυσαν ολόκληρη την παραλία. Το πλαστικό με το συκώτι σαβόρε στριφογύριζε στο τραπέζι και τα κεφτεδάκια τα «έσπαγαν», όπως αντιληφθήκαμε από τα επιφωνήματα. Συνταγή της Αργυρώς Μπαρμπαρήγου, νησιώτικη παραλλαγή με ουζάκι.

Πανηγύρι κανονικό. Τα Στρατάκια έλειπαν για να ξεκινήσουν το χορό.

Οικτίρησα και σιχτίρισα τα μπισκοτάκια βρόμης που κρατούσα στην τσάντα. Σκέφτηκα να προσφέρω μερικά στην παρέα, έτσι για την… αλητεία, αλλά τελικά τα καταδίκασα στην αφάνεια. Αχ και ήντα θα πογενούμε… Ο Σωτήρης τι λέει;