Μαύρα τσεμπέρια, μαύρες ρόμπες,

κατά μόνας ή δυο-δυο,

ξεπροβάλλουν από παντού

«Κόλλησα» σε αυτό το χωριουδάκι. Την Κρήτη μας, σε γενικές γραμμές, την έχω γυρίσει. Έχει ομορφιές να χάνεται η ψυχή σου. Όμως αυτός ο μικρός τόπος έχει αγγίξει με ιδιαίτερο τρόπο τη δική μου ψυχή. Και θέλω να πηγαίνω ξανά και ξανά, με κάθε ευκαιρία. Σαββατιάτικα ηλιόλουστα πρωινά ή Κυριακές με κρύο και ομίχλη. Σαν στο σπίτι μου. Αυτό έχει κάνει ο Κρούστας σε μένα: να μην νιώθω ξένη.

Μια βόλτα στις «Τούρκισσες», στην καρδιά του δάσους του Κρούστα, είναι σκέτη αποκάλυψη. Α ρε Κρήτη μου! Και μετά σεργιάνι στα σοκάκια του χωριού, στις γειτονιές με τις ασβεστωμένες αυλές και τα λουλούδια.

Με τρελαίνει ο δρόμος όπου τα δένδρα σχηματίζουν φυσικά τοξωτά γεφύρια. Εκεί έχω δει τις πιο όμορφες… πέργκολες, καμωμένες από  φουντωτά αναρριχώμενα φυτά στο χρώμα του μπορντό και του κόκκινου. Ερειπωμένα κτίσματα και όμως εκπέμπουν ζωή.

Όσο σεργιανίζουμε  πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά  για να ανακαλύψουμε όλο και περισσότερες γωνιές, οι ντόπιοι μας χαιρετούν εγκάρδια.

Αν κάτι αγαπώ περισσότερο στον Κρούστα, αυτό είναι οι γιαγιάδες του. Μαύρα τσεμπέρια, μαύρες ρόμπες, κατά μόνας ή δυο-δυο, ξεπροβάλλουν από παντού, στα λιθόστρωτα σοκάκια, στις αυλές, στον αμαξωτό, στο παντοπωλείο, ακόμα και στο παραδοσιακό καφενείο που καθίσαμε για μία ρακή.

Πλέκουν, σκουπίζουν, κουβεντιάζουν ή κάνουν «γειτονιά» και παρατηρούν περαστικούς και επισκέπτες όσο καθαρίζουν αμύγδαλα και καρύδια παραγωγής τους.  Τις φωτογράφισα όλες. Η  καθεμιά με τη χάρη της, το ταπεραμέντο και τη διαδρομή της.  Οι πιο πολλές χήρες από χρόνια. Χάρηκαν που ανταλλάξαμε μία κουβέντα. Μα πιο πολύ χάρηκαν που άκουσαν καλά λόγια για το χωριό τους και άρχισαν να αναπολούν τα παλιά.

Σε ένα αυτοσχέδιο πλατειάκι, σε ένα μικρό ξέφωτο για την ακρίβεια, μια γιαγιάκα πλέκει όσο τη ζεσταίνει ο ήλιος του Νοεμβρίου. Στον τοίχο πίσω της απόσπασμα από τον Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη: «Να ξέραμε αφεντικό τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν και εμείς να μην ακούμε».

Σύρριζα στο καφενείο μια άλλη γιαγιά  σκουπίζει το πεζοδρόμιο μπροστά από το κονάκι της  φορώντας μάσκα για τον κοροναϊο. Παστρικά είναι, όμως έχουν πέσει φύλλα από τα δένδρα. Χαιρετάμε τη… γειτόνισσα και επαινούμε το χωριό της. Κατεβάζει για λίγο τη μάσκα και σκάει υπερήφανο χαμόγελο.

Σιμώνει, με ρωτάει το όνομά μου και από πού είμαι. Τη λένε Αικατερίνη, όπως είπε. Χήρα, με παιδιά και εγγόνια. Σε ελάχιστα λεπτά μάς διηγήθηκε τη ζωή της, πώς γνώρισε τον άνδρα της, πώς τον παντρεύτηκε, τα νιάτα της, τους αξέχαστους χορούς στην πλατεία, τους τουρίστες που κατέφθαναν με τα παλιά λεωφορεία δεκαετίες πριν και τους τάιζαν κριθαράκι ψημένο στο ζουμί του μοσχαριού. Μας είπε και άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα μοιραστώ μαζί σας.

Έφυγε και επέστρεψε με μία λευκή χαρτοπετσέτα γεμάτη με καθαρισμένα αμύγδαλα και καρύδια για τη ρακή μας. «Παλιά ήταν εύκολο να πιάσεις κουβέντα με τον άλλον. Σήμερα όλα έχουν γίνει δύσκολα… Ο κόσμος φοβάται να ανοιχθεί» ψέλλισε παραπονεμένα.

Άραγε «πότε θα ανοίξουν οι αγκαλιές μας, πέτρες, λουλούδια και βροχή κι άνθρωποι να αγκαλιαστούμε…»