Αλλάξανε οι εποχές, αλλάξαμε εμείς,
τα βιώματα μας, οι προσδοκίες και
τα θέλω μας… Είναι και τα αμαρτήματα μας…

 

Από παιδί αγαπούσα πολύ τη Μεγάλη Παρασκευή. Η μελαγχολία της ημέρας καταπραΰνει μια στάλα  το ανταριασμένο μέσα μου που κουβαλώ από γεννησιμιού μου. Αυτή είναι η ημέρα του προσωπικού μου απολογισμού και όχι η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Είναι  ξεχωριστή στη συνείδηση και στα βιώματα μας και μοσχομυρίζει συναισθήματα και αναμνήσεις. Όσο πιο παλιές, τόσο πιο ανέμελες.

Στο  ημίφως το κεριών, στις μυρωδιές από τα τριαντάφυλλα, τα κρίνα και τις πασχαλιές του Επιταφίου και στο μύρο του παπά, αναζητώ στα πεταχτά  το κοριτσάκι με το μαύρο καρέ μαλλί και τις αφέλειες αλά playmobil. Αυτό το ξέγνοιαστο παιδάκι που ο νους και ο λογισμός του ήταν στις ζαβολιές.

Μα ποιος σκοτίζεται… Είναι άνοιξη, Απρίλης-Μάης. Ω γλυκύ μου έαρ! Ψάλλουμε τα Εγκώμια και οι μυρωδιές μπλέκονται με τις κλεφτές ματιές. Αθώα χαμόγελα και πειράγματα που μοιάζουν με άκοπες βιολέτες. Από τότε έχω να φορέσω ροζ και λευκό λουστρίνι.

Μία Μεγάλη Παρασκευή, μετά τον Επιτάφιο, οι μεγάλοι στη γειτονιά έψηναν χταπόδια στα κάρβουνα και τα παιδιά παίζαμε κρυφτό. Ήταν μία ζεστή βραδιά γεμάτη γιασεμί. Φωνάζαν οι δόλιες οι μανάδες μας, αποκαμωμένες απ–ό την κούραση των ημερών και εμείς με όλη μας τη δύναμη ψάλλαμε «Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου» και εξαφανιζόμασταν.

Ανεβαίναμε τις σκάλες νεοαναγειρόμενης οικοδομής, παίρναμε φόρα και από τον πρώτο όροφο «σκάγαμε» πάνω σε ένα τεράστιο λόφο άμμου… Τα καλά μας τα ρούχα είχαν γίνει άχρηστα αλλά δεν μας καιγόταν καρφί. Είχαμε «πνιγεί» στα γέλια και ας ξέραμε τι μας περίμενε με την επιστροφή μας στο σπίτι. Τα καλύτερα μας χρόνια!

Σήμερα πια η Μεγάλη Παρασκευή είναι σαν μια παλιά φωτογραφία των παιδικών μου χρόνων. Τη φυλάσσω ως κόρη οφθαλμού. Να μην χαθεί η μνήμη, να μην σβήσουν οι μυρωδιές, να μην ξεχάσω πρόσωπα, ματιές, χαμόγελα… Αυτή η «φωτογραφία» είναι η γέφυρα μου με το κοριτσάκι που φορούσε ροζ.

Τώρα πια η Μεγάλη Παρασκευή παραμένει ξεχωριστή στην καρδιά μου και για λόγους που ούτε καν είχα υποψιαστεί παιδί. Αλλάξανε οι εποχές, αλλάξαμε εμείς, τα βιώματα μας, οι προσδοκίες και τα θέλω μας… Είναι και τα αμαρτήματα μας…

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στην περιφορά του Επιταφίου,  θα βγούμε στο σεργιάνι να συναντήσουμε στα σοκάκια τις γυναίκες με τα θυμιατά και τους βασιλικούς. Και θα καταλήξουμε στο κοιμητήριο, έξω από το χωριό, με εκατοντάδες κεριά  αναμμένα στους περιποιημένους  τάφους και τα βαρελότα να ηχούν μακριά. Κατάνυξη και σύνδεση με τους νεκρούς μας, αγαλλίαση, άγγιγμα και συγχώρεση.