Είναι τεράστια η αγωνία του πολιτικού στρογγυλέματος

 όσων περπατούν

στα κάρβουνα της προεκλογικής περιόδου

Δίπλα στις απολύτως δικαιολογημένες καταγράφηκαν και οι… βολικές απουσίες, όπως και  οι… επιλεκτικές αφωνίες στην τελευταία συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου που αγανάκτησε να συγκροτήσει απαρτία, για να συζητήσει ένα θέμα που κυριολεκτικά καθορίζει το μέλλον αυτού του τόπου.

Μετά από τόσο μελάνι που έχει χυθεί για την πολύκροτη υπόθεση του ΒΟΑΚ, ειδικά για το θέμα της παράκαμψης που θα τον συνδέει με το Ηράκλειο, θα περίμενε κανείς η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου που κλήθηκε να συζητήσει το επίμαχο θέμα να σφύζει από κόσμο και να παίρνει «φωτιά» από τη μαχητικότητα και την αποφασιστικότητα για κοινή διεκδίκηση για την πόλη, που τόσο έχει αδικηθεί και το λιγότερο που της οφείλεται είναι να μη συνεχίσει να στερείται αυτά που δικαιούται.

Δεν ξέρω αν το πρόσφατο φευγαλέο πέρασμα του υφυπουργού κ. Καραγιάννη από το Ηράκλειο συμπαρέσυρε μαζικά τα πολιτικά πρόσωπα του τόπου μας, στο κλίμα ευφορίας που μετέφερε,  όμως είναι ξεκάθαρο ότι δεν φλόγισε τους τόνους και την οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης  το γεγονός ότι η πόλη παραμένει διχοτομημένη από τον ΒΟΑΚ, ότι έρχονται διόδια και ότι εντέχνως απωθούνται οι ευθύνες έργων σε Δήμο και Περιφέρεια, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τα νεφρά να αντέξουν το κόστος τους.

Για την ακρίβεια, δεν έχω καμία βεβαιότητα για το αν το Δημοτικό Συμβούλιο θα είχε συγκληθεί εάν δεν είχε επιμείνει τόσο και με τη δημόσια παρέμβασή του ο επικεφαλής της παράταξης Συν-Εργασία, Ε. Κουκιαδάκης, για να υπάρξει μια εκ νέου τοποθέτηση πριν από τη σύγκληση του Περιφερειακού Συμβουλίου.

Το γεγονός ότι αυτή η δημόσια συζήτηση που διεξάγεται στην αυτοδιοίκηση (για το θέμα της παράκαμψης του Ηρακλείου στο πλαίσιο της νέας μελέτης του ΒΟΑΚ) σε μια χρονική συγκυρία με άρωμα εκλογών φαίνεται ότι λειτούργησε σαν καταλύτης για να λειανθούν γωνίες της αντιπαράθεσης, να προταχθούν οι ανώδυνες τεχνοκρατικές αναλύσεις και για να μαλακώσουν οι τόνοι της πολιτικής διεκδίκησης.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες,  έχω πραγματική απορία για το πώς θα εξελιχθεί και κυρίως πού θα καταλήξει η συζήτηση αυτή, βλέποντας την αγωνία του πολιτικού στρογγυλέματος όσων περπατούν στα κάρβουνα της προεκλογικής περιόδου.

Όμως η ακόμα μεγαλύτερη αγωνία εστιάζεται στο ποιος θα βάλει πλάτη και θα διεκδικήσει ακλόνητα και πιεστικά μέχρι τέλους για να πετύχει να διασφαλίσει για λογαριασμό της κοινωνίας τα αυτονόητα γι αυτή την πόλη, που τόσο βαθιά έχει αδικηθεί χρόνια τώρα και το ζητούμενο είναι να μη συνεχίσει να αδικεί τον εαυτό της  επαιτώντας όλο και λιγότερα και χάνοντας τη μάχη του αυτονόητου, που ούτε αυτό είναι δεδομένο.