«Για ποιον λόγο πρέπει να πληρώνουμε επιστήμονες,
όταν φτιάχνουμε τα καλύτερα παπούτσια στον κόσμο;»
Αμφιλεγόμενος, με πολλά σκάνδαλα ροζ και μη στο ενεργητικό του, με ατέλειωτες περιπέτειες με την δικαιοσύνη, γραφικός για κάποιους στα όρια του γκροτέσκο, ένας δισεκατομμυριούχος που μπήκε καθυστερήμενα στην πολιτική, δυναμιτιστής του «συστήματος», μάστορας της επικοινωνίας, τέρας της σκηνής και της τηλεόρασης.
Ένα πρόσωπο που οι αντίπαλοί του τον περιφρονούσαν, τον μισούσαν, αλλά οι οπαδοί τον θαύμαζαν και τον λάτρευαν.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο πρώην πρωθυπουργός που χθες κήδεψε η Ιταλία «έφυγε» στα 86 του χρόνια αφήνοντας ένα πολιτικό αποτύπωμα, που θα συζητιέται για πολλά χρόνια. Το φαινόμενο που δημιούργησε πήρε τ΄όνομα του: Μπερλουσκονισμός.
‘’Ο Μπερλουσκόνι, σημειώνει ο αναλυτής Π.Νεράντζης – με περιουσία ύψους 1, 5 δισεκατομμυρίων ευρώ, που διώχθηκε για σωρεία αδικημάτων, αλλά εξακολουθούσε να εμφανίζεται ως εγγυητής της έννομης τάξης, ο άνθρωπος που διατηρούσε σχέσεις με τη Mαφία και τη μασονική στοά P2, ο οποίος δήλωσε ότι «ο Moussolini δεν σκότωσε κανέναν· απλά έστειλε κάποιους να περάσουν τις διακοπές τους σε τόπους εξορίας», δεν εξέφραζε απλώς τον συγκεντρωτισμό και τη διαπλοκή των Μέσων με τις πολιτικές ελίτ, αλλά ως πρωθυπουργός της Ιταλίας για τρεις θητείες είχε επιχειρήσει –και ως έναν βαθμό πέτυχε‒ να εξυπηρετήσει πρωτίστως τα δικά του συμφέροντα’’.
Τι έκανε όμως μια χώρα να αναδείξει [ρωθυπουργό έναν άνθρωπο που εγραψε το εγχειρίδιο του σύγχρονου αυταρχικού πολιτικού -όπως σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg -κι ήταν εμπνευστής του λαϊκισμού που αμφισβητεί σήμερα διεθνώς τις φιλελεύθερες δημοκρατίες;
«Η πλειοψηφία των Ιταλών θα ήθελε να είναι σαν εμένα, να βλέπουν τον εαυτό τους σε εμένα και στο πώς συμπεριφέρομαι», είχε πει κάποτε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, συνοψίζοντας ουσιαστικά το πολλαπλά βαθύ «αποτύπωμα» που άφησε στην χώρα του.
‘’ Πολλοί Ιταλοί πιστεύουν- συνηγορεί ο Τζον Φουτ (John Foot) καθηγητής Ιστορίας της Σύγχρονης Ιταλίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ– ότι ο Μπερλουσκόνι τους μοιάζει. Τα ελαττώματά του, τα μυστικά του που τα ξεπλένει την Κυριακή στην εξομολόγηση: ούτε σ’ αυτούς αρέσει πολύ η φορολογία, κι αυτοί δουλεύουν λίγο «μαύρα», και σ’ αυτούς αρέσουν οι ελαφρά ντυμένες μικρούλες, κι αυτοί αγαπούν το ποδόσφαιρο.
Θεωρούν ότι πληρώνουν υπερβολικά πολλούς φόρους για ένα υπερτροφικό Κράτος, την ώρα που οι ίδιοι περικόπτουν τα έξοδά τους για να τα βγάλουν πέρα. Σε αυτούς απευθύνεται ο Μπερλουσκόνι όταν κόβει την δημόσια χρηματοδότηση στην Έρευνα: «Για ποιον λόγο πρέπει να πληρώνουμε επιστήμονες, όταν φτιάχνουμε τα καλύτερα παπούτσια στον κόσμο;».
‘’O Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι αυτός που άνοιξε τον δρόμο στους λαϊκιστές της δεξιάς. «Είναι ο πρώτος. Αυτός τα εφηύρε όλα», συνοψίζει ο Φουτ.
«Δεν χρειάζεται κόμμα, όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτόν, την ζωή του, την επιτυχία του ως επιχειρηματία, απλά συνθήματα, χρήση της τηλεόρασης, όλα τα τεχνάσματα που θα αντιγράψουν άλλοι λαϊκιστές μετά από αυτόν», από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον Νάιτζελ Φάρατζ, από τον Βίκτορ Ορμπάν μέχρι τον Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Έκανε την περιουσία του στον τομέα των κατασκευών και στην συνέχεια στα μέσα ενημέρωσης. Κατεβαίνει για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές το 1994. Καταφθάνει εν μέσω της «Mani Pulite», της γιγάντιας επιχείρησης κατά της διαφθοράς που ξεκίνησε το 1992 και αποκεφάλισε την πολιτική τάξη. Άνοιξε έτσι μπροστά στον δισεκατομμυριούχο μία φαρδιά λεωφόρος όπου μπορούσε να πουλήσει την πολιτική του παρθενία όπως δειγμάτιζε τις κατασκευές.
Και καμία σημασία δεν έχει που, όταν κατέκτησε την εξουσία, δεν δίστασε να προστατευθεί για την πληθώρα των δικαστικών διαδικασιών που κινήθηκαν εναντίον του χαλαρώνοντας την νομοθεσία για την πλαστογράφηση των οικονομικών αποτελεσμάτων, για την διαφθορά ή τροποποιώντας τους χρόνους παραγραφής οικονομικών εγκλημάτων…
Ο Μπερλουσκόνι είναι «ο Τραμπ, 30 χρόνια νωρίτερα», λέει ο Ντανιέλε Αλμπερτάτζι ( Daniele Albertazzi), καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ.
«Η πολιτική ελίτ σας πρόδωσε, αλλά να ‘μαι, έχω βγάλει δισεκατομμύρια χάρη στην εξυπνάδα μου, την εργατικότητά μου και θέλω να κάνω για την χώρα ό, τι έκανα για μένα».
Και όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπερλουσκόνι εμφανίζεται συνεχώς ως θύμα για να δικαιολογήσει τις πολιτικές και δικαστικές του αναποδιές.
«Θύμα των δικαστών, του πολιτικού συστήματος, του μηχανισμού, των διαιτητών», λέει ο Τζον Φουτ. Ωστόσο μεταξύ των δύο ανδρών υπάρχει μία σημαντική διαφορά: ο Μπερλουσκόνι «δεν θέλει να αλλάξει την πολιτική για ιδεολογικούς λόγους, ό, τι κάνει δεν αφορά παρά τον ίδιο και τις επιχειρήσεις του».
Αυτό δεν εμπόδισε ποτέ τον Μπερλουσκόνι να παίξει το χαρτί της θρησκείας, χαρακτηριστικό της ταυτότητας των λαϊκιστών της δεξιάς και στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Μία θρησκευτική προσήλωση που προκαλεί κατάπληξη «αν σκεφτούμε τις εξωσυζυγικές σχέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ακόμη και με πολύ νεαρές γυναίκες, ακόμη κι όταν ήταν 80χρονος».
Οι αντιφάσεις αυτές δεν κλόνισαν ποτέ έναν Τραμπ ή έναν Μπερλουσκόνι, που μοιράζονται ένα προσβλητικό λεξιλόγιο απέναντι στις γυναίκες θεωρώντας ότι πλησιάζουν τον «λαό».
Όταν ο πρώτος λέει για τις γυναίκες ότι του αρέσει «να τις πιάνει απ’ το μ….», ο δεύτερος υπόσχεται στους ποδοσφαιριστές του «ένα πούλμαν με π…» αν νικήσουν.