Όλοι διαγκωνίζονται όχι μόνο για το πώς θα είναι αρεστοί στο κόμμα τους, αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα, ώστε να κινούνται με ασφάλεια στους διαδρόμους της εξουσίας, ενώ η παρουσία τους ισχυροποιείται από τα επιχειρηματικά συμφέροντα που φροντίζουν με επιμέλεια να τους ισιώνουν την πλάτη
Με συλλαμβάνω συχνά να αναπολώ εκλογές προηγούμενων δεκαετιών με πραγματική νοσταλγία, απαλλαγμένη από το φίλτρο της ωραιοποίησης προσώπων, καταστάσεων και πραγμάτων. Ήταν η περίοδος που ο μικρόκοσμος μας παλλόταν στους ρυθμούς των θερμόαιμων εσωκομματικών διεργασιών για την ανάδειξη των υποψηφίων της αυτοδιοίκησης αλλά και για τη σύνθεση των ψηφοδελτίων.
Η λειτουργία της κομματικής συλλογικότητας που είχε παλμό, συμμετοχή, ιδεολογική σύγκρουση και πολιτική αντιπαράθεση, ήταν μια γιορτή στην οποία μπορούσε κανείς να θαυμάσει τις μεγαλειώδεις στιγμές της, αλλά και να νιώσει αποστροφή για τη σκοτεινιά μηχανισμών που έστηναν σκηνικά για να οδηγήσουν τις εξελίξεις εκεί που ήθελαν. Τα χρόνια πέρασαν η συλλογικότητα έφυγε, οι μηχανισμοί έμειναν.
Όπως αποδείχτηκε στην πορεία, το δόγμα «έξω τα κόμματα από την αυτοδιοίκηση» έκανε τη δουλίτσα του στη συνείδηση της κοινής γνώμης, που είχε κάθε λόγο να αποστρέφεται και να καυτηριάζει τις τακτικές που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια με τους «φυτευτούς» υποψήφιους του κομματικού σωλήνα.
Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα ήταν ένα ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα να φύγουν οι «φυτευτοί» από το πολιτικό προσκήνιο, με την προϋπόθεση ότι τα νέα πρόσωπα των υποψηφίων θα προέκυπταν από διεργασίες συλλογικές» μαζικές, που θα ξεκινήσουν από τα σπλάχνα της κοινωνίας.
Όμως στην πράξη, αυτή την περίφημη συλλογικότητα ή αμεσοδημοκρατία ή κινηματικότητα, στο όνομα της οποίας όλοι ομνύουν, δεν την αντέχει το πολιτικό σύστημα που εντέχνως μετατόπισε τη συζήτηση από το συλλογικό στο ατομικό. Έτσι θεμελιώθηκε μια λογική casting υποψηφίων, με πολιτικό βάθος κρεμμυδόφυλλου, που εστίαζε σε ζητήματα που αφορούσαν στα ειδικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καθενός, στο βιογραφικό του, τη ρητορική δεινότητα, αργότερα προστέθηκε και η αυτοδιοικητική γνώση.
Πρόκειται για μια εν γένει υποκριτική προσέγγιση, αφού στην ουσία ο κάθε υποψήφιος έχει μια πολιτική υπόσταση, με συγκεκριμένη κομματική αναφορά, την οποία όσα χρόνια παρακολουθώ την αυτοδιοίκηση δεν είδα κανέναν να την αφήνει πίσω του δρασκελίζοντας την είσοδο του δημοτικού μεγάρου.
Κανείς δεν απαρνήθηκε την πολιτική του ταυτότητα, γι αυτό και οι ηρωικές στιγμές της αυτοδιοίκησης στον μικρόκοσμό μας είναι λιγοστές, αφού οι συγκρούσεις, ακόμα και για τη διεκδίκηση του αυτονόητου, είναι μετρημένες στα δάχτυλα, και στην πλειονότητά τους απελπιστικά αχαμνείς.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα πλέον όλοι διαγκωνίζονται όχι μόνο για το πώς θα είναι αρεστοί στο κόμμα τους, αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα, ώστε να μπορούν να κινούνται με ασφάλεια στους διαδρόμους της εξουσίας, ενώ η παρουσία τους ισχυροποιείται από τα επιχειρηματικά συμφέροντα που φροντίζουν με επιμέλεια να τους ισιώνουν την πλάτη. Η δημοφιλία των υποψηφίων, μετριέται με συμβιβασμούς και ενσωμάτωση και όχι με ρήξεις και διεκδίκηση για το καλό του τόπου.
Ένας πολιτικός αχταρμάς δηλαδή, που το κυρίαρχο ζητούμενο είναι τα ατομικά παιγνίδια εξουσίας και η προσωπική πολιτική επιβίωση υπεράνω όλων.
Μέσα σε αυτό τον πολιτικό καμβά, ορκισμένοι πολιτικοί αντίπαλοι γίνονται «αδέλφια», αφού ο εκλογικός σασμός και η δίψα για εξουσία όπως αποδεικνύεται, είναι υπεράνω όλων και σβήνει μονοκοντυλιά και πάθη, και μίση και αλληλοσπαραγμούς…