«Ποιο είναι το ψυχικό μας αντίβαρο;»
Οι φωτιές, οι σεισμοί, οι πλημμύρες, ο θάνατος ανθρώπων και ζώων, ο δολοφονικός πνιγμός του Αντώνη που έμοιαζε «Πακιστανός και μαύρος», η συμπόνια, η απόγνωση, η μοίρα του κάθε αδύναμου.
Και από την άλλη, στα light θέματα, η χλεύη .
Ένας γάμος με μεγάλη διαφορά ηλικίας, ιδίως όταν δεν ακολουθεί το κλισέ του μεγαλύτερου ηλικιακά άνδρα, γίνεται μια καλή αφορμή για πλάκα.
Σε σχόλια διαβάζουμε πως η «νύφη πρέπει να παίρνει καλή σύνταξη» και «είναι πολλά τα λεφτά, Κωστή».
«Τελικά το πήρε το κορίτσι», διαβάζουμε σε άλλους τίτλους. Τα δημοσεύματα αναφέρουν πως η Παρασκιώ και ο Κωστής ετοιμάζονται να παντρευτούν και πως «ήταν κεραυνοβόλος έρωτας».
«Ο 41χρονος Κωστής το ανακοίνωσε, «δεν αφήνει αστεφάνωτη την 82χρονη Παρασκιώ».
Πώς εξηγείται η ανάγκη τόσων ανθρώπων να κοροϊδέψουν το «αταίριαστο ζευγάρι με τη μεγάλη διαφορά ηλικίας στη Μεσσαρά», να γελάσουν εις βάρος τους.
Χωρατά φτηνά, που δείχνουν πολλά, κυρίως για εμάς τους ίδιους, που βρήκαμε αυτό τον τρόπο για να διασκεδάσουμε.
Τι ψυχικό αντίβαρο έχουμε απέναντι στην ασχήμια και την καταστροφή; Ο καθηγητής Νικόλας Σεβαστάκης γράφει και συμφωνώ μαζί του:
«Κάποια βιβλία, κάποιες μουσικές, τα οικεία αγαπημένα πρόσωπα, το φως ενός απογεύματος του Σεπτέμβρη, αυτό το ανάλαφρο ηδονικό φως ιδίως όταν υποχωρεί κάπως η ζέστη. Υπάρχει φυσικά και ο μηχανισμός της νοσταλγίας και οι εξιδανικεύσεις των μεγαλύτερων.
Και οι αποδράσεις ή όλα όσα μηχανεύεται η σύγχρονη ζωή- στο αδιόρατο ύφασμα των λεπτομερειών της. Και οι έρωτες που πολλαπλασιάζουν τα θαύματα, παρά τα όσα λένε οι κυνικοί. Απέναντι στις μεγάλες καταστροφές έχουμε μόνο τη συναρμογή της όποιας ατομικής ελπίδας με μια συλλογική δημιουργικότητα που καταλαβαίνουμε πια πως δεν εκφράζεται με μια γλώσσα, με ένα παράδειγμα ή μια πρόταση.
Εχουμε μπει σε μια φάση της Ιστορίας όπου η γη και οι θεσμοί, τα θεμέλια της ζωής και οι πολιτικές αποφάσεις συναντιούνται σε μια σχέση μοιραίας εξάρτησης.
Ή θα βγει κάτι καλύτερο ή θα έχουμε χάσει το στοίχημα. Μέχρι τότε όμως κρατιόμαστε από το φασματοσκόπιο της ομορφιάς και των αποχρώσεών της, για να μην γίνουμε απλώς παθητικοί αναμεταδότες του κακού».