Πότε θα το καταλάβουν, ειδικά οι γείτονες,
ότι μπορούμε
να συνυπάρξουμε;
«Άζωστος τρέχει ο γείτονας και ο συγγενής ζωσμένος» λέει ο λαός μας. Και ισχύει. Πρώτα προστρέχουν στα δύσκολα οι γείτονες και μετά όλοι άλλοι, συγγενείς και φίλοι.
Ακόμη κι όταν έχουν προηγηθεί διαμάχες. Όπως εκείνο τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1996, που Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου. Οι νύχτες των Ιμίων, αν και ήταν άκρως χειμωνιάτικες, ανέβασαν τόσο το πολεμικό θερμόμετρο, μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, που χρειάστηκε τρίτη παρέμβαση για να μην φτάσουμε στη σύγκρουση. Έκτοτε -αν και ποτέ δεν ξεκαθάρισε τι ακριβώς έγινε με τη βραχονησίδα εκείνη- και για πολλούς μήνες, οι δύο χώρες έβλεπαν η μία την άλλη με μεγάλη καχυποψία.
Ακολούθησαν περαιτέρω εξοπλισμοί, αμυντικά σχέδια, επιθετική ρητορεία, δύο χώρες στο καψούλι. Ως που στις 7 Αυγούστου 1999 ένας σφοδρός σεισμός 7,6 Ρίχτερ χτύπησε την περιοχή του Ιζμίτ σκορπώντας καταστροφή, όλεθρο, παντού τον θάνατο. Η Ελλάδα ,αν και πληγωμένη, από την συμπεριφορά της γείτονος, ήταν η πρώτη σχεδόν χώρα που χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έστειλε διασωστική δύναμη βοηθώντας την Τουρκία να μαζέψει τα κομμάτια της.
Ταυτόχρονα εκτός από το επίσημο κράτος, φορείς, δήμοι και απλοί άνθρωποι συγκέντρωναν βοήθεια για τους χιλιάδες άστεγους. Ο τουρκικός λαός συγκινήθηκε. Οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους και συγκίνηση περιέγραφαν την κίνηση των Ελλήνων: “Ώρα Φιλίας”,”Φιλικά χέρια σε μαύρες μέρες”, “Ένας μεγάλος οργανισμός υποστήριξης – Πέντε ελληνικοί δήμοι λένε ότι δεν υπάρχει σημαία ή ιδεολογία στην ανθρωπιστική βοήθεια “, “Βοήθεια ρέει από τους γείτονες – πρώτα η Ρωσία, η Ελλάδα την περισσότερη” έλεγαν τα μέσα της εποχής.
Σε λιγότερο από ένα μήνα έγινε κάτι φοβερό. Στην από δω πλευρά. Λες και κάποιος τα είχε κανονίσει έτσι. Στις 7 Σεπτεμβρίου ένας φονικός σεισμός χτυπά την Αττική. Από την Πάρνηθα 5,9 Ρίχτερ προκαλούν τρόμο.
Πολλοί νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, χιλιάδες άστεγοι. Η πρώτη χώρα που κινητοποιήθηκε ήταν η Τουρκία, η οποία κι έστειλε βοήθεια. Ακολούθησε περισσότερη κινητοποίηση μέσα σε λίγες ώρες. Οι τηλεφωνικές γραμμές στα ελληνικά προξενεία και την πρεσβεία στην Τουρκία είχαν μπλοκάρει από τους Τούρκους που καλούσαν για να μάθουν αν θα μπορούσαν να δωρίσουν αίμα και ένας εθελοντής επικοινώνησε με τον Πρέσβη μας προσφέροντας να δωρίσει τα νεφρά του για έναν «Έλληνα που έχει ανάγκη».
Ήταν τέτοια η συγκίνηση στις δύο πλευρές που αρκετοί νόμιζαν πως η δύναμη των λαών ήταν εκείνη που θα έφερνε και πιο κοντά τα κράτη. Θα απάλειφε άπαξ διά παντός την έχθρα, η «διπλωματία των σεισμών» θα έφερνε το τέλος της πολεμικής διαμάχης και θα εδραίωνε την ειρήνη στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Κι όμως αυτό κράτησε λίγο, αργότερα τα πάντα ξεχάστηκαν. Και ειδικά τα τελευταία χρόνια λησμονήσαμε ότι είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν παρά αυτά που μας χωρίζουν.
Ειδικά οι γείτονές μας συμπεριφέρονται σαν να είναι ο περιούσιος λαός που με τις φοβέρες και τις απειλές θα ξαναχτίσουν την μεγάλη τους αυτοκρατορία, θα δώσουν, με έναν πόλεμο, στον τόπο τους το χρυσάφι όλου του κόσμου.
Εκείνο που θα τους φέρει ευτυχία και ευημερία αγνοώντας ότι με τέτοια σχέδια γελάει ο Θεός…άντε ο Αλλάχ. Όμως άλλαι αι βουλαί του Κυρίου και με τον διπλό σεισμό, ήρθαν τα πράγματα στην ανθρώπινη διάστασή τους. Ανείπωτη τραγωδία, αίμα και συντρίμμια, ανθρώπινος πόνος παντού. Η Ελλάδα αμέσως αντέδρασε. Κι έκανε το ανθρωπιστικό καθήκον της, ανέλαβε την ευθύνη που της αναλογεί ως γείτονας, ως παράγοντας σταθερότητας. Ο λαός μας στέλνει πρώτος τη βοήθειά του, τείνει χείρα φιλίας.
Ξέρουμε ότι αυτοί είναι οι γείτονές μας, με αυτούς θα ζήσουμε. Κι αυτοί μαζί μας. Είναι ώρα να καταλάβουν όμως όλοι ότι δεν χρειάζονται πια οι σεισμοί για να επικρατήσει η λογική, η διπλωματία και η ειρήνη. Αλλιώς τι θα μείνει; «Τώρα υπάρχουν χωράφια εκεί που ήταν κάποτε η Τροία.» έγραφε ο Οβίδιος θυμίζοντάς μας, με τον δικό του τρόπο, ότι τα πάντα είναι μάταια όταν κυριαρχεί η αμετροέπεια, η έπαρση και η αλαζονεία, όταν δεν υπερισχύει η αγάπη, η συντροφικότητα, αλλά το συμφέρον και το μίσος, όλα γίνονται στάχτη και μπούρμπερη.