Δεν έχουμε συνηθίσει τίποτα.

Γιατί δεν μας έχει αγγίξει τίποτα τόσο πολύ

Την πολιτική απραξία την έχουμε λίγο έως πολύ συνηθίσει. Την πολιτική ανικανότητα επίσης. Την ακρίβεια τη συνηθίσαμε. Την εξαπάτηση το ίδιο. Σιγά σιγά συνηθίσαμε τα μνημόνια, συνηθίσαμε την πανδημία, συνηθίσαμε την φτωχοποίηση, την κλιματική αλλαγή, την κλιματική κρίση, την εγκληματικότητα. Λίγο – λίγο θα συνηθίσουμε, ακόμα κι όσοι δεν συμφωνούν και τους γάμους των ομοφυλόφιλων μαζί με τα παιδιά τους.

Συνηθίσαμε επίσης την εγκληματικότητα, συνηθίσαμε να πυροβολούνται ξημερώματα άνθρωποι στα κεφάλια, συνηθίσαμε και τις γυναικοκτονίες.

Τόσο ευπροσάρμοστα όντα οι Έλληνες. Τις τελευταίες ημέρες όμως, σκοτώνονται μωρά! Μωρά! Κι αυτό δεν συνηθίζεται όσο κι αν θέλουμε να το συνηθίσουμε κι όσο κι αν κοιτάζουμε στις ειδήσεις τις δολοφονίες τους, απαθείς.

Κατά βάση πάντως θεωρώ πως αυτή η «συνήθειά» μας, στην ουσία δεν έχει καμία σχέση με συνήθεια. Έχει να κάνει με το «εγώ» και το «υπερεγώ» μας.

Και μ’ αυτή την ατέρμονη αυταρέσκεια του Έλληνα και του Νεοέλληνα που πηγαίνει παρέα με την εγωιστική φύση του. Στην ουσία δεν έχουμε συνηθίσει τίποτα. Γιατί δεν μας έχει αγγίξει τίποτα τόσο πολύ.

Ή γιατί μας άγγιξε λιγότερο από τους άλλους. Απλά το δεχόμαστε επειδή δεν «χτυπά» τόσο ηχηρά την πόρτα μας. Διότι τίποτα απ’ όλα αυτά που έχουμε ζήσει στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία δεν συνηθίζεται. Τίποτα δεν χωνεύεται και τίποτα δεν είναι και δεν θα έπρεπε να είναι αποδεκτό.

Παρ’ όλα αυτά, όσο έχουμε να πληρώνουμε τις ταμπλέτες πλυντηρίου 18 ευρώ τις 14, ενώ δεν έχει να τις πληρώσει ο γείτονάς μας, τόσο θα κλαιγόμαστε στα «κανάλια» αλλά θα κρυβογελάμε στα σπίτια μας.

Ακόμα κι αν μια λογική τιμή για τις ταμπλέτες είναι τα 4 ευρώ κι όχι τα 18. Κι ακόμα κι αν στη Γερμανία αποκλείουν δρόμους είκοσι ημέρες τώρα για μια απειροελάχιστη ανατίμηση στο αγροτικό πετρέλαιο, που παραμένει φθηνό και σαφώς πολύ φθηνότερο από το δικό μας.

Αυτοί είμαστε.

Κι αυτοί μας αρέσει να είμαστε. Ξυπασμένοι, νεόπλουτοι, νεοπασόκοι, σε μια κατεστραμμένη, νεοσυντηρητική μπανανία, που φορά κοστούμια για να περπατήσει σε περιττώματα ζώων. Κι αυτό μας αρέσει να είμαστε. Λίγο καλύτεροι από τον διπλανό. Τίποτα περισσότερο. Όποιος μας το εξασφαλίσει αυτό είναι θεός.

Κι αναρωτιέται κανείς: Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά; Δεν μπορούμε. Ούτε μπροστά να πάμε, ούτε κάτι να αλλάξουμε.

Είναι στο DNA μας. Το οποίο πλέον ακόμα κι οι πίθηκοι αρνούνται πως έχουμε κοντινό. Γιατί οι πίθηκοι ξέρουν. Εμείς όχι.

Τώρα θα πει κάποιος: Μα όλα τόσο μαύρα; Όχι! Όλα τόσο φωτεινά!

Γιατί αν κάτι μας έχει σώσει όλα αυτά τα χρόνια, αυτό είναι το φως. Αν ο θεός δεν μας είχε τοποθετήσει σ’ αυτή την πλευρά της Μεσογείου, θα είχαμε αφανιστεί εδώ κι αιώνες. Βέβαια θα μου πεις… ποτέ δεν είναι αργά.