Επί δύο χρόνια δεν είχα πάει ποτέ το παιδί μου σε παιδική χαρά. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα πώς είναι να έχεις παιδί, ελεύθερο απόγευμα και διάθεση για παιδική χαρά.

Αναλωνόμουν στην καθημερινότητα της δουλειάς, στις υποχρεώσεις γενικά και στο χαμένο παράδειγμα της γενιάς μου. Χθες το τόλμησα.

Σε μία από τις «πιστοποιημένες» – υποτίθεται – παιδικές χαρές του Δήμου Ηρακλείου. Μόνο πιστοποίηση δεν είδα για να είμαι ειλικρινής. Επικίνδυνα παιχνίδια, ελάχιστα στον αριθμό, ψηλό και αιχμηρό χαλίκι στο δάπεδο και πάρα πολλά σημεία κινδύνου για ένα μικρό παιδί.

Τα προσπέρασα όλα, αν και τα σχολίασα έντονα μέσα μου, διότι η χαρά μου για το… επίτευγμα ήταν μεγαλύτερη από την γκρίνια μου. Κι έτσι όπως άδειαζα το μυαλό μου ενώ η μικρή έκανε κούνια, άρχισα να σκέφτομαι τι έγινε στη βουλή. Και τις διάφορες δηλώσεις περί «δύσκολης περιόδου», περί ανόδου της δεξιάς και της ανάγκης να μετασχηματιστεί η κοινωνία.

Κι άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, όπως συνήθως μου αρέσει να κάνω σε μια «απλή, τυπική ημέρα». Και διαπίστωσα σχεδόν με τρόμο ότι κανένα παιδάκι και καμία μαμά ή μπαμπάς δεν μιλούσαν ελληνικά στην παιδική χαρά που είχα βρεθεί. Άκουγα σίγουρα Αλβανικά (αυτά μετά από τόσα χρόνια μπορώ να τα αναγνωρίσω) και πολλές ακόμα διαλέκτους ανατολικού μπλοκ, που όλες μου θύμιζαν Ρώσικα. Τις δύο βρεφικές κούνιες τις είχαν «καταλάβει» μαμάδες από το εξωτερικό, που ενώ είχε δημιουργηθεί ουρά παιδιών, έδειχναν αδιαφορία, καθώς όπως έλεγαν «αυτές οι κούνιες ανήκουν στα παιδιά τους».

Λίγο έξω από την παιδική χαρά, στο πάρκο παραδίπλα, κάποιοι έφηβοι γεμάτοι τατουάζ είχαν φέρει ένα τεράστιο ηχείο κι αγόρια και κορίτσια κάπνιζαν μαζί. Άκουγαν κάτι τραγούδια, εντελώς άγνωστα σε εμένα, που τα άκουγε και όλο το πάρκο παράλληλα αναγκαστικά, για περίεργους τύπους που μπαίνουν πρώτοι στη φασαρία με μαχαίρια,  που πωλούν ναρκωτικά, που βιάζουν γυναίκες και που κλέβουν ακριβά αυτοκίνητα για να κυκλοφορήσουν τις… σχέσεις τους. Κι ήταν πολύ χαρούμενα αυτά τα παιδιά μέσα στη θλίψη τους.

Προσπάθησα να κοιτάξω γύρω μου να βρω μια συμπαράσταση. Με θλίψη διαπίστωσα πως άλλος Έλληνας στο πάρκο δεν υπήρχε. Ήταν τυχαίο; Ήταν καρμικό; Δεν ξέρω.

Τρόμαξα. Πραγματικά. Όχι για τη σωματική μου ακεραιότητα, ούτε για τα επικίνδυνα παιχνίδια της παιδικής χαράς. Τρόμαξα διότι διαπίστωσα πως έχω μείνει τόσο έξω από την κοινωνία απορροφημένος από τη δουλειά, που αγνοώ τους επικίνδυνους ίσως μετασχηματισμούς της.

Κι έπειτα σκέφτηκα: οι πολιτικοί αυτούς τους μετασχηματισμούς δεν τους έχουν διαπιστώσει; Ούτε έχουν θορυβηθεί στο ελάχιστο από αυτούς; Ή ζουν σε μια σφαίρα προνομίων και χαμόγελων μόνο; Διότι μετά από τη χθεσινή, κατά τα λοιπά αθώα βόλτα, δεν απορώ καθόλου ούτε για τη σύνθεση της νέας βουλής, ούτε και για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν οι ψηφοφόροι.

Γιατί αν αυτά συμβαίνουν σε ένα πάρκο μιας θεωρητικά εύπορης συνοικίας του Ηρακλείου, φανταστείτε τι συμβαίνει σε μεγαλύτερες πόλεις και πόσο η καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων έχει μετασχηματιστεί από τέτοιες «μικρές αλλαγές».