Αυτή τη φορά η πόλη του Αγίου Νικολάου μου φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ… Λουσμένη στο φως του ήλιου και το βλέμμα να χάνεται στη γαλήνη της θάλασσας. Ζωντανή-ολοζώντανη από κόσμο, με χιλιάδες τουρίστες να σεργιανίζουν στα σοκάκια και πέριξ της γραφικής λίμνης.

Στα παιδικά μου χρόνια ο Άγιος Νικόλαος αποτελούσε μία κλασική οικογενειακή κυριακάτικη εκδρομή… Την τελευταία δεκαετία, ίσως και παραπάνω, δεν μπορώ να πω ότι ήταν στις πρώτες μου επιλογές. Ίσως επειδή είχα πάθει «overdose».  Είχα και την αίσθηση της παρακμής, του μαρασμού, της μιζέριας… Είχε χάσει την αίγλη των ένδοξων δεκαετιών του παρελθόντος. Δεν έβλεπα  τίποτα το «κοσμοπολίτικο». Σαν να είχε ξεθωριάσει η λάμψη της, να είχε ξεφτίσει η ομορφιά της…

Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά… Ένιωσα να υπάρχει μία δυναμική. Με συνεπήρε το χρώμα της και το καλό της γούστο. Ναι, μικρή πόλη, αλλά δείχνει να προσέχει ξανά  την εικόνα της, τους δρόμους της, τα μαγαζιά της…

«Πώς πάει η κίνηση;» ρωτάμε τον Θανάση, στην καφετέρια που καθόμαστε. «Δόξα σοι ο Θεός, καλά πάμε…. Ο τουρισμός θα πάει πατητός αν δεν γίνει πάλι κάτι τρομακτικό… Δεν έχουμε ακυρώσεις… Μην βλέπετε τηλεόραση, μην παρακολουθείτε media και όλα θα πάνε καλά» κλείνει το μάτι και χαμογελάει… Πού να τολμήσουμε να ξεστομίσουμε ότι μόλις σέρβιρε μια παρέα δημοσιογράφων…

Στο βάθος δεσπόζει το επιβλητικό κρουαζιερόπλοιο που από νωρίς το πρωί έχει δέσει στο λιμάνι. Τονωτική ένεση για την πόλη του Αγίου Νικολάου, την Πλάκα, την Σπιναλόγκα…

Καθόμαστε «μεσοτοιχία» με πέντε   ντόπια… λυκόπουλα άνω των 75 ετών. Πίνουν το καφεδάκι τους, σχολιάζουν την επικαιρότητα και θυμούνται τα παλιά…

«Από την ευλογιά  των πιθήκων, σίγουρα πιο επικίνδυνοι είναι αυτοί οι ακατονόμαστοι οπαδοί του ΠΑΟΚ» σχολιάζει με πολύ αυστηρό ύφος ο γηραιότερος της παρέας. Αστός παλαιάς κοπής με κοστούμι και καπέλο ρεπούμπλικα. Στα 80 plus. Δεν κατάλαβα ακριβώς τον συνειρμό αλλά η κουβέντα μεταπήδησε στους οίκους ανοχής. Προσπάθησαν οι φίλοι του να τον «τσιγκλίσουν», πετώντας του πού και πού λέξεις «αργκό» αλλά εκείνος δεν χαμπάριαζε… Συνέχισε απερίσπαστος να τους περιγράφει μία ιστορία από τα φοιτητικά του χρόνια με κόσμιες εκφράσεις, λέξεις μετρημένες και ευπρεπείς.

Ήθελε να εκφράσει με ύφος αδιαπραγμάτευτο  την αποστροφή  του προς τους «σαλιάρηδες» του ανδρικού φύλου και εκείνους που δεν σέβονται τις γυναίκες και εν τέλει τους εαυτούς τους.

«Ήμουν φοιτητής στην Αθήνα και ο φίλος μου ο Παύλος με πήγε πρώτη φορά σε οίκο ανοχής στα Εξάρχεια. Ομολογώ ότι με υποδέχθηκε μία συμπαθεστάτη κοπέλα, πιθανολογώ δύο-τρία χρόνια μεγαλυτέρα από μένα, που τότε ήμουν 19. Κάθισα σε μία καρέκλα και εκείνη στο κρεβάτι. Μου αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής της και ειλικρινά ένιωσα συμπόνια προς το πρόσωπο της. Φυσικά δεν υπήρξε η παραμικρή επαφή μεταξύ μας. Δεν πάτησα ποτέ ξανά το πόδι μου σε οίκο ανοχής και πάντοτε διατηρούσα μία θετικοτάτη άποψη για τις πόρνες, πολλές εκ των οποίων τις οδήγησαν σε αυτό το παραστράτημα  κάποια μαϊμούνια του ανδρικού πληθυσμού…».

Τον άκουγα και χαμογελούσα… Ήθελα πολύ να γυρίσω, να τον σκουντήξω στον ώμο και να του πω: «χαίρομαι που σας γνωρίζω».

Μία ηλιόλουστη Κυριακή στον Άγιο Νικόλαο…. Μία ματωμένη Τρίτη στο Τέξας…

 

Υ.Γ. :  Είναι μέρες που η επικαιρότητα, ακόμα και στην άλλη άκρη της Γης,  δεν αντέχεται… Η καρδιά γίνεται θρύψαλα, οι σκέψεις «σαλτάρουν», η φωνή σβήνει. Αγγελάκια μου…