«Πώς εκπαιδευόμαστε να αντιλαμβανόμαστε και να αποτιμάμε
την ανθρώπινη αξία έναντι του κέρδους»

Είχε πιάσει 12.00 το μεσημέρι, και η ζέστη αφόρητη. Επέστρεφα σπίτι με ένα καφέ στο χέρι όταν το βλέμμα μου για ένα απροσδιόριστο λόγο έπεσε πάνω σε μια καλοβαλμένη κυρία με περιποιημένη εμφάνιση, εστιάζοντας σε μια περίεργη ανησυχία που διέκρινε κάθε κίνησή της. Εκείνη βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου και όταν φτάσαμε σε κοντινό σημείο ένιωσα ότι με περιεργαζόταν. Την είχα προσπεράσει όταν άκουσα τη φωνή της προς το μέρος μου: «Σας φωνάζουν» μου είπε. Γύρισα πίσω δεν είδα κανένα και συνέχισα. Νόμιζα ότι έκανα λάθος και δεν αναφερόταν σε μένα. Εκείνη όμως επέμενε: «Εδώ ο κύριος σας φωνάζει. Εσάς ζητάει…».

Κοντοστάθηκα και τη ρώτησα πού είναι αυτός που με φωνάζει. «Μα εδώ ο αστυνομικός είναι ντυμένος με πολιτικά…  δεν τον βλέπετε;» Αυθόρμητα της είπα «όχι» και εκείνη άρχισε να θυμώνει. «Μα δεν το βλέπετε;» με ξαναρωτά. «Όχι» της απαντώ και αυτόματα συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. «Σας ευχαριστώ που με ειδοποιήσατε να είστε καλά» της ξαναλέω σε χαμηλό τόνο. Εκείνη με κοίταξε κατάματα με ένα βλέμμα γεμάτο αγανάκτηση και απόγνωση που όμως δεν της επέτρεψε, ούτε να αφήσει τον πληθυντικό ούτε τη φυσική της ευγένεια, παρά την εκρηκτικότητα της έντασης που βίωνε και μου απαντά: «εσάς ζητούν και εμένα ευχαριστείτε;».

H γυναίκα βίωνε τις οδύνες ενός αδιέξοδο διαλόγου που αντιλαμβανόταν ότι τερμάτιζε χωρίς την ανταπόκριση που επιθυμούσε. Από την άλλη εγώ σκεφτόμουν πως κάθε μέρα η ζωή μας φέρνει αντιμέτωπους με τις ανεπάρκειες μας απέναντι στους ανθρώπους, που έχουν απορρυθμιστεί ή όπως θα έλεγε ο Γεώργιος Βιζυηνός μετεβλήθη εντός τους και ο ρυθμός του κόσμου.  Η ιστορία αυτή, λίγες ώρες μετά ήρθε να διαδεχτεί την επόμενη που ακολούθησε, όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε σε ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση, όπου διάφοροι με περίσσια άνεση ξεσπούσαν με λέξεις που  ξυράφιζαν, σε βάρος του λιπόσαρκου άστεγου Φρανκ.

Η εικόνα τον έδειχνε να μπαινοβγαίνει μέσα στο συντριβάνι των Λιονταριών μισόγυμνος, με ένα βλέμμα απόκοσμο ποιος ξέρει από ποιους εφιάλτες και οδύνες κυνηγημένο. Ο κόσμος έλεγε ότι χρειάζεται ιατρικής υποστήριξης, και κυρίως ψυχιατρικής, ότι είναι ξεφτίλα να βρίσκεται στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης που σφύζει από τουρισμό και ότι κάποιες φορές γίνεται επιθετικός. Δε θα σταθώ στο πως εκπαιδευόμαστε να αντιλαμβανόμαστε και να αποτιμάμε την ανθρώπινη αξία έναντι του κέρδους, θεωρώντας ότι ο πολιτισμός μας είναι από μόνο του το θαυμαστό έργο του Μοροζίνι και όχι η ανθρωπιά μας.

Το ερώτημα είναι, αν αποκτήσαμε επίγνωση της απίστευτης ευκολίας ενός ατυχήματος ή μιας δραματικής συγκυρίας, που μπορεί να συντελεστεί και οι τραγικές αυτές φιγούρες όπως  του Φρανκ, να γίνουν μέρος της πραγματικότητα μας στο πρόσωπο του πατέρα μας, του αδελφού, του παιδιού μας. Ακόμα και σε μάς τους ίδιους. Τότε άραγε πώς θα νιώθαμε αν μέσα στο εσωτερικό χάος των αδιεξόδων μας εισπράτταμε την αποστροφή και την απόρριψη; Και ακριβώς εδώ βρίσκεται το πιο προβληματικό κομμάτι της υπόθεσης που αφορά στη δραματική υποστελέχωση των αρμοδίων κοινωνικών υπηρεσιών και της έλλειψης δομών για να παρέχουν πραγματική περίθαλψη και φροντίδα στους ανθρώπους αυτούς που την έχουν ανάγκη.

Το αποτέλεσμα είναι ότι κάποιοι από αυτούς, καταλήγουν άστεγοι στο δρόμο σε συνθήκες απάνθρωπες και αναξιοπρεπείς που τους καθιστούν ευάλωτους στην απόρριψη. Το διακύβευμα  της ανθρωπιάς και του πολιτισμού μας θα κριθεί από την ευθύνη μας να σταθούμε απέναντι στην απαράδεκτη εγκατάλειψη των κοινωνικών υπηρεσιών  που οφείλουν να λειτουργήσουν σαν ασπίδα προστασίας απέναντι στους ανθρώπους που την έχουν ανάγκη για να σταθούν όρθιοι, για να ξαναχτίσουν το μέλλον τους. Θα είναι ολέθριο να τους το στερήσουμε…