«Πιάσε ένα Haig να μιλήσουμε για το κοινωνικό κράτος του Ανδρέα». Ο 60 plus επιχειρηματίας, κάθεται στη σχεδόν άδεια μπάρα και περιμένει την εκτέλεση της παραγγελίας του από τον μπάρμαν τον αχρείο. Ένα σκαμπό πιο δίπλα ο εις εκ των ιδιοκτητών του μπαρ και παραδίπλα ο θαμώνας- προβοκάτορας, που μόνο τυχαία δεν βρέθηκε εκεί…
Εκεί σαν όλα τα βραδάκια να πάνε κάτω τα φαρμάκια! Μα εκείνο το βράδυ είχε τις ιδιαιτερότητές του. Ήταν λίγο μετά την πορεία για την 49η επέτειο του Πολυτεχνείου και τρίτη Πέμπτη του Νοέμβρη, που όπως γνωρίζουν οι οινόφιλοι, οι Γάλλοι ανοίγουν τα Μποζολέ της τελευταίας εσοδείας. Αλλά γιατί όχι και στο Ηράκλειο; Εξάλλου ο γαλλικός διαφωτισμός και τα παρελκόμενά του διαπέρασαν και το Μεγάλο Κάστρο.
Ο ιδιοκτήτης προτείνει ροζέ στον προβοκάτορα, που ως λάτρης του κόκκινου ξινίζει τα μούτρα του, όπως ο μπάρμαν στην ιδέα μιας πασοκοσυζήτησης. Ήταν όμως αναπόφευκτη. Ο επιχειρηματίας ήρθε φτιαγμένος να τα πει και ας ήταν διαφορετικό το μήνυμα της ημέρας. Και αφού τα αίματα δεν είχαν ανάψει στην προηγηθείσα πορεία, αποφάσισε το καρέ της μπάρας να βάλει… φωτιά στη συζήτηση, ξεκινώντας από της μεταπολίτευσης την καημένη γενιά.
«Εμείς δημιουργήσαμε τα χρέη, περνώντας καλά, και τώρα τα πληρώνει η δική σας γενιά» είπε ο επιχειρηματίας, κοιτάζοντας μια το μπάρμαν μια τον ιδιοκτήτη, που στην Αλλαγή του Ανδρέα, δεν είχαν προλάβει να κάνουν πληγές στα γόνατα, από τα σκληρά μαρκαρίσματα στις χωμάτινες αλάνες. Οι δύο μεγαλύτεροι της παρέας θυμήθηκαν τα ΜΟΠ, τις επιδοτήσεις, το ουίσκι που έρεε άφθονο, τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, τις συνοικίες του Ηρακλείου που χτίστηκαν από τη σταφίδα και το λάδι και τα παιδιά που σπούδαζαν στα εξωτερικά με τα αμπέλια και τα λιόφυτα. Τι ωραία χρόνια! Με δημόσιο συνδικαλισμό, αραλίκι, μισθουλάρες και φραπεδιές. Ε, και μετά ξεριζώσαμε τα αμπέλια για να επιδοτούμαστε καθήμενοι… «Έφαγε ψωμάκι ο κόσμος. Ο Ανδρέας έκανε μάγκες πολλούς, αλλά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και κόπηκε η μαγκιά σε όλους» συμπληρώνει ο προβοκάτορας.
Χωρίς να το καταλάβω στην κουβέντα είχε παρεισφρήσει ο υπεύθυνος για τις μουσικάρες, που εντούτοις δεν ήταν ικανές να μας συνεπάρουν. Έριξε σάλτο από την κονσόλα μπας και καταλάβει τι είναι αυτό που μας ξεστρατίζει από το ρυθμό της μουσικής. Δεν άργησε να μπει στη συζήτηση και μάλιστα με ύφος καταγγελτικό. Ο ιδιοκτήτης από την άλλη να μας πικάρει με δήθεν αφελείς ερωτήσεις που κατέληγαν σε χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, για να μας υπενθυμίσει τον ερασιτέχνη μποξέρ που κρύβει μέσα του. Και ο μπάρμαν να επιδεικνύει διάθεση ακτιβισμού- όποτε έσπαγε τη σιωπή του και σταματούσε να κουνά περιπαιχτικά την κεφαλή του…
Και μετά, βοηθούντος του DJ, πιάσαμε την (αχ) Ευρώπη (εσύ μάς μάρανες) και τη Γερμανία, τον δραγουμάνο. Ο επιχειρηματίας άρχισε να αραδιάζει τις δυσκολίες των εισαγωγών- εξαγωγών, να υπεραμύνεται κάποιων πολιτικών του Ανδρέα και να εκφράζει την απογοήτευσή του, για τους πρωταγωνιστές της τωρινής πολιτικής σκηνής.
Διατάζει ακόμα ένα γύρο, αλλά ο μπάρμαν ο αχρείος, κάνει του κεφαλιού του και βάζει μπέρμπον σε σφηνακοπότηρα για την παρέα της τυχαίας συνάθροισης. Αμφιβάλλω αν γνώριζε ότι ο Ανδρέας λάτρευε το μπέρμπον, πριν ξεπέσει στο ταπεινό ουίσκι στα μαγαζιά που τραγούδαγε η Ρίτα!
Και επειδή η βραδιά πήγαινε να καταλήξει σε φιλολογικό μνημόσυνο για τον Ανδρέα και το μπαρ σε… «Ναυάγιο» με την Αρλέτα, ο προβοκάτορας όλο και πιο συχνά έβαζε ροζ χρώμα στην κουβέντα, ίσως επηρεασμένος από τα ροζέ που του σέρβιρε, το ένα μετά το άλλο, ο και οινοχόος αλλά πάντα αχρείος. Οι λοιποί της παρέας κατάλαβαν την τακτική του και τον κατηγόρησαν για ροζ ντρίπλες…
«Ποιες ροζ ιστορίες βρε παιδιά; Εγώ για τον Ανδρέα μιλάω, που από την πρώτη κιόλας διακυβέρνησή του, τότε που ήταν στα ντουζένια του, κατάλαβα ότι το βάθος του ουρανού είναι μαύρο με δαντέλα! Οπότε, μη μου λέτε εμένα για ροζ συννεφάκια και πράσσειν άλογα»! Αυτά είπε και σιώπησε ο προβοκάτορας, θέλοντας να φιξάρει μια συζήτηση που έτεινε προς εκτροπή…