Πώς το κρητικό κρασί από
την απαξίωση έφτασε να είναι λόγος περηφάνιας
Η δική μου γενιά, όπως και οι προηγούμενες, είχαν ζήσει με τον μύθο του κρητικού κρασιού, το σταφύλι που ήταν θησαυρός. Ζούσαμε με την ψευδαίσθηση ότι η Κρήτη βγάζει κρασιά πρώτης ποιότητας, ο κόσμος δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τα αναζητά και να τα καταναλώνει σε μεγάλες ποσότητες. Λίγο… παραέξω να έβγαινες καταλάβαινες την (αυτ)απάτη. Μόνο αυτό ασφαλώς που δεν συνέβαινε. Ουδείς ξημεροβραδιαζόταν με την έγνοια του στα κρητικά κρασιά. Στην πραγματικότητα μόνο εμείς πίναμε κάτι ξιδόκρασα, τα οποία για χρόνια απαξίωσαν την αγορά και κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από την ποιότητα των προϊόντων μας.
Χρόνο με τον χρόνο «χτίζαμε» νοοτροπία με βάση μια λογική που κανένας δεν κατάλαβε πόθεν προήλθε. Θεοποιήσαμε τα χύμα κρασιά ή το σπιτικό παραγόμενο κρασί, που έχει μεν το χάζι του, δίνει ικανοποίηση στον παραγωγό, αλλά ουδεμία σχέση έχει -συνήθως- με το σταθερά ποιοτικό κρασί!
«Πιε μρε από το κρασί που έβγαλα. Καθαρό, χωρίς μπογιάδες! Από ένα βαρέλι που το έχουμε 60-70 χρόνια από τον παππού μου»! Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχετε ακούσει αυτή τη φράση; Κι ακόμη, ε;
Δυστυχώς για πολλά χρόνια πορευόταν με αυτή τη λογική η Κρήτη και κατέστρεψε ένα σπάνιο, ιστορικό προϊόν. Θα μου πείτε, δεν έκανε το ίδιο με το νωπό σταφύλι, τη σταφίδα και… το λάδι; Ό,τι πρόσφερε απλόχερα η μαγική κρητική γη, τόσο εύκολα εμείς… το πετούσαμε στα σκουπίδια στο όνομα του χύμα, του «δεν βαριέσαι μωρε», του προσωρινού κέρδους και αργότερα των επιδοτήσεων που έβαλαν την ταφόπλακα. Το πώς φτάσαμε από το να πίνουμε κρασί στις… κούπες δεν είναι τυχαίο!
Μέχρι τη δεκαετία του ‘90 το κρητικό κρασί έζησε την πλήρη απαξίωση. Λίγες προσπάθειες, από την περιοχή της Σητείας με ένα λευκό κρασί και ορισμένες κινήσεις από συνεταιριστικές οργανώσεις – που έχουν μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη, ειδικά τη δεκαετία του ΄80 – δεν ήταν αρκετές για να βάλουν τις βάσεις ώστε να ξεκινήσει η αντίστροφη ανοδική πορεία. Ορισμένα παραδοσιακά οινοποιεία στην Κρήτη προσπάθησαν, αλλά η οδός της πώλησης χύμα ποσοτήτων ήταν η εύκολη- να εμφιαλώσεις, ασ’ το καλύτερα!
Και ξαφνικά ήρθε ένας ομογενής από την Αμερική, ο Θ. Μανουσάκης, που αποφάσισε να επενδύσει χρόνο και πολύ χρήμα στη γενέτειρά του. Κι έστησε ένα οινοποιείο σύγχρονο, έφερε έναν κορυφαίο οινολόγο, φύτεψαν κλήματα και έβγαλαν τα επόμενα χρόνια κρασί το οποίο… ουδεμία σχέση είχε με ό,τι συνέβαινε στην Κρήτη τα προηγούμενα χρόνια. Οι μεγαλύτερες ποσότητες έφευγαν στο εξωτερικό, το κρασί του άρχισε να ακούγεται στις αγορές. Άκουγες για το Nostos, το «ρουσάν» του, αλλά δεν το έβρισκες γιατί γινόταν εξαγωγή! Βρε μπας και μπορούμε κι εμείς; Αναρωτήθηκαν κι άλλοι τότε οινοποιοί…
Οι κινήσεις Μανουσάκη και οι επιτυχίες του συνέπεσαν με το ενδιαφέρον που έδειξε για τον κρητικό αμπελώνα ο Μπουτάρης, αλλά και με την ενηλικίωση της νέας γενιάς των οινοποιών. Στα οινοποιεία Δουλουφάκη, Λυραράκη, Μηλιαράκη, Ταμιωλάκη, Τιτάκη κ.α. μπήκαν πλέον τα νέα παιδιά. Συγκροτημένα, μορφωμένα, σεμνά και μεγαλωμένα με την αγάπη για το κρασί. Προσηλωμένα στον στόχο. Κι αποφάσισαν να ανέβουν τον δικό τους Γολγοθά στις διεθνείς αγορές.
«Όταν πρωτοπήγα σε έκθεση στο εξωτερικό κανείς δεν μας ήξερε, τι κάνουμε εδώ» έλεγε πρόσφατα ένας από τους καταξιωμένους οινοποιούς…
Ακολούθησαν άλλες προσπάθειες από οινοποιεία όπως των Στραταριδάκη, Δασκαλάκη, Διαμαντάκη, Ζαχαριουδάκη, Πατεριανάκη, Κλάδου, Γαβαλά, Καραβιτάκη, ως και τα μοναστήρια με πρωτοπόρο το Τοπλού μπήκαν μπροστά- και τώρα έφτασαν να είναι σχεδόν 40 στο δίκτυο των Κρητικών παραγωγών και ακολουθούν κι άλλοι!
Με μεγάλο κόστος, αλλά επιμονή και υπομονή, με σχέδιο και επιστροφή στις γηγενείς ποικιλίες, με εξωστρέφεια και μάρκετινγκ στις αγορές, οι Κρήτες οινοποιοί κατάφεραν να κερδίσουν ένα στοίχημα σε μια αγορά που είναι πια μεγαλύτερη από ό,τι ήταν πριν δυο δεκαετίες. Μπαίνουν νέες χώρες, νέοι παραγωγοί, μεγαλώνουν τα συμφέροντα. Δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Αμερική. Τώρα είναι η Νότιος Αφρική, η Χιλή, η Αυστραλία, χώρες που δεν βάζει ο νους σου…
«Τώρα το κλίμα έχει αλλάξει, είμαστε γνωστοί, κανείς δεν ρωτά τι κρασί έχει η Κρήτη, κάνουμε εξαγωγές, αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμη» έλεγε ο ίδιος οινοποιός.
Πέραν πάντως της μεγάλης επιτυχίας να ξαναμπεί το κρητικό χαρτί στον παγκόσμιο οινολογικό χάρτη, να καθιερωθεί ο κρητικός αμπελώνας με τη βιλάνα, το βιδιανό, το λιάτικο, το κοτσιφάλι, το μαντιλάρι και τον ταχτά, νομίζω ότι κατάφεραν οι Κρήτες παραγωγοί κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα:
Να έχουν μια τόσο καλή σχέση μεταξύ τους, που χτίστηκε στον αλληλοσεβασμό, στην αγάπη και το πάθος τους για το κρασί. Κατάλαβαν ότι τους ενώνει η ποιότητα και η αξία του προϊόντος τους. Τίποτα δεν τους χωρίζει-θα το έκανε η γκρίνια και τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Μας κάνουν χαρούμενους και περήφανους, θέλουμε να βουτήξουμε στην οινική τους θάλασσα, όπως το ποντικάκι στον παλιό λατινικό γλωσσοδέτη: In mari meri miri mori muri placet!
Μπράβο και πάλι μπράβο!