Την ακολουθούσαν βιαστικά, όπως μπόρεσα να διακρίνω,
τρία-τέσσερα αλάνια.
Η αλήθεια είναι ότι στο χωριό είχαν ακουστεί διάφορα κουτσομπολιά

Ήταν μέρες  που την έβλεπα να περνάει από τη γειτονιά. Νεαρής ηλικίας, μικρόσωμη, «νεύρο» και μάλλον ασχημούλα. Μεταξύ μας, πολύ ασχημούλα. Έδειχνε όμως  χαρακτήρα. Ούτε ήξερα  από που κρατά η σκούφια της. Στο βλέμμα της διέκρινα μία καχυποψία. Σαν να μην είχε  εμπιστοσύνη σε κανένα και γενικότερα έδινε την αίσθηση ότι δεν ήθελε πολλά νταραβέρια.

Προτιμούσε να παρατηρεί τους πάντες από απόσταση. Ίσως έτσι ένιωθε πιο ασφαλής. Κάποιες φορές τη «λύγιζε» η ανάγκη και καταδεχόταν, πάντα με διστακτικότητα, το λίγο  φαγητό που της πρόσφεραν, περισσότερο από οίκτο. Ένα πρωινό έκανα κίνηση να την πλησιάσω. Ήθελα να τη γνωρίσω και από κοντά. Έφυγε. Έκανε μεταβολή μόλις αντιλήφθηκε ότι  κατευθυνόμουν προς το μέρος της. Παράξενο θηλυκό. Έμεινα να την κοιτάω όσο απομακρυνόταν. Ούτε καν κοντοστάθηκε να κοιτάξει πίσω. Ποιος ξέρει τι είχε τραβήξει στη ζωή της.

Μία νύχτα άκουσα φωνές και φασαρία. Από τη βεράντα την είδα να τρέχει στην κάτω πλευρά του δρόμου. Αναγνώρισα  το σουλούπι της. Την ακολουθούσαν βιαστικά, όπως μπόρεσα να διακρίνω, τρία-τέσσερα αλάνια. Η αλήθεια είναι ότι στο χωριό είχαν ακουστεί διάφορα κουτσομπολιά. Τώρα, θα μου πείτε και σε ποιο χωριό δεν λένε… Αργότερα κατάλαβα ότι εκείνη τη νύχτα συνέβη κάτι που έμελλε να την οδηγήσει  σε άλλη «στράτα».

Για ένα διάστημα χάθηκε από το χωριό. Όταν την είδα ξανά, χάρηκα κατά κάποιο τρόπο. Ήταν τουλάχιστον ζωντανή. Όμως το σώμα της είχε αλλάξει. Εκείνη τη μέρα με κοίταξε ίσια στα μάτια. Σαν να ήθελε κάτι να πει. Δεν το είπε. Την τελευταία στιγμή έφυγε και πάλι. Στο χωριό εξακολουθούσαν να την αντιμετωπίζουν σαν παρακατιανή. Λοξές ματιές. Μισόλογα. Οι περισσότεροι την απόδιωχναν με το απαξιωτικό βλέμμα τους και τον απότομο  τρόπο τους. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που τη βοηθούσαν από συμπόνια.

Πέρασε καιρός και έμαθα ότι είχε γεννήσει. Τι, πώς, πού, δεν έμαθα. Παρατήρησα όμως ότι μπαινόβγαινε σε ένα ερειπωμένο ελαιοτριβείο, μέσα στο χωριό.  Με πέτρινους, υπό κατάρρευση τοίχους, και με τη σκεπή να «χάσκει», πότε φοβισμένα στο κρύο και στις νεροποντές, και πότε εκστασιασμένα στον έναστρο ουρανό.  Στη διάρκεια της μέρας απομακρυνόταν μόνο για τα βασικά. Και αν κάποιος πλησίαζε στο χώρο της, αλίμονό του.

Ήταν ικανή να τον κάνει κομμάτια. Η καημένη. Πετσί και κόκαλο είχε μείνει. Άφηνα πότε-πότε φαγητό. Διακριτικά πάντα.  Πώς ζούσαν σε αυτό το παράπηγμα; Και σαν να μην την έφθανε η πείνα και ο κατατρεγμός της, έχασε και το πόδι της. Δεν ξέρω τι συνέβη. Υποψιάζομαι ότι ίσως την χτύπησε αυτοκίνητο.

Πριν από δύο εβδομάδες στο χωριό έγινε φιέστα για τον στολισμό του χριστουγεννιάτικου δένδρου, στο πλακόστρωτο, μπροστά από το παλιό ελαιοτριβείο. Τραγούδια, μουσικές, πυροτεχνήματα, παιδιά, τρενάκια, χαμός… Πουθενά εκείνη. Δεν μπορούσε τον κόσμο και τον συνωστισμό. Δεν ξέρω καν αν παραμόνευε  από κάποια χαραμάδα, μέσα στο σκοτάδι.

Την είδα το επόμενο πρωί. Αδύνατη, κουτσή, ταλαιπωρημένη αλλά τόσο ΜΑΝΑ. Πρώτη φορά έβλεπα τα παιδιά της. Πανέμορφα σαν λούτρινα κουτάβια. Έπαιζαν με τις κορδέλες στη βάση του χριστουγεννιάτικου δένδρου. Μπαινόβγαιναν στη φάτνη, σκαρφάλωναν πάνω της, κρέμονταν από το λαιμό της… Και εκείνη πάντα εκεί, άγρυπνος φρουρός για τα παιδιά της.  Και ύστερα σου λένε «σκύλα μάνα!».