«Η ποίηση δεν ανήκει σ’αυτόν που την γράφει,αλλά σ΄αυτόν που
την έχει ανάγκη»

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται  από τον θάνατο του μεγάλου μας, νομπελίστα, ποιητή, Γιώργου Σεφέρη, που έφυγε από τη ζωή  τέτοιες μέρες, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 και θυμήθηκα τα  λόγια του “Ταχυδρόμου“ στην  ομώνυμη υπέροχη ιταλική ταινία.

“Η ποίηση δεν ανήκει σ’αυτόν που την γράφει, αλλά σ’αυτόν που την έχει ανάγκη” λέει ο αφυπνισμένος ήρωας της ταινίας μιλώντας  στον Πάμπλο Νερούδα.

Εμένα πάντως χρόνια  πριν με άγγιξε μ’ έναν ακόμα τρόπο που μέχρι σήμερα δεν έχω ξεχάσει.

Με αφορμή   την ταινία που υπογράμμιζε η εξαίσια μουσική του ‘Ενιο Μορικόνε και την περίφημη  άνω τελεία της  “Άρνησης” του Σεφέρη,  κάποτε με μια φίλη μου βρεθήκαμε συνεπαρμένες από την ανάλυση,  πάνω σ’ ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα στα φανάρια της Χανιόπορτας. Λάθος που λέει και ο στίχος αλλά αμαρτία εξομολογουμένη…

Πάντως  την ποίηση του Σεφέρη και των άλλων μεγάλων που γέννησε αυτή η μικρή κουκίδα γης την είχε και την έχει ανάγκη ένας ολόκληρος λαός που όταν “ντύθηκε” με την μουσική του Μίκη έγινε ευάγγελιο για όλους τους δύσκολους καιρούς.

“…Ανήκω-είπε κατά την τελετή βράβευσης του από την Σουηδική Ακαδημία-σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα…».

Όμως κανείς από το επίσημο κράτος δεν τον υποδέχτηκε κατά την επιστροφή του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ενώ η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών απέρριψε την υποψηφιότητά του ως µη έγκυρη….

Η κηδεία του όμως μετατράπηκε σε μια μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων όπως περιγράφει το “Εθνος“ γέμισε με κόσμο, νέους και φοιτητές. Άλλοι με λιγοστά λουλούδια στα χέρια, κάποιος με μερικά στάχυα, πολλοί με μια ποιητική συλλογή του Σεφέρη, προσκυνούσαν ευλαβικά το φέρετρο. Tρία δάφνινα στέφανα μπροστά από το φέρετρο του ποιητή. Στο πρώτο η ταινία γράφει:

«Λίγο ακόμη να ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν. Στον ποιητή Γ. Σεφέρη οι πολιτικοί κρατούμενοι της φυλακής των Tρικάλων». Στο δεύτερο: «Στον ποιητή Γ. Σεφέρη, οι πολιτικοί κρατούμενοι της φυλακής Aλικαρνασσού». Kαι στο τρίτο: «Στον θείο Γιώργο, οι έξι ανεψιοί της Θεσσαλονίκης».

«Με επηρέασε πολύ ο θάνατος του Σεφέρη που στο τέλος πια, ύστερα από τόσο χαροπάλεμα ήρθε σα λύτρωση. Είδα από κοντά τις εναλλαγές της ελπίδας και της απελπισίας στους δικούς του. Η γυναίκα του είναι γενναίος άνθρωπος. Προχθές τον κηδέψαμε. Θα τα διάβασες. Είδα άγνωστους ανθρώπους να κλαίνε. Και κείνο το τραγούδι έξω από την εκκλησία και ύστερα πάνω από τον τάφο του, ήταν συγκλονιστικό.

Βαρύ και θλιμμένο, το τραγουδούσανε σαν παράπονο άνθρωποι πατημένοι, απελπισμένοι. Πάνω στην άμμο την ξανθή… Του σήκωσα το φέρετρο και στο χέρι μου μπήκανε δυο αγκίδες, τις αισθάνομαι σαν παράσημα.

Περπατούσα πλάι στη νεκροφόρα ώς το νεκροταφείο, και σε μια στιγμή ένα παλικάρι πετάχτηκε μπροστά μου μέσα από τον κόσμο και του χτύπησε το τζάμι για να τον χαιρετήσει. Στην εκκλησία ήρθε και ο Ιερώνυμος απρόσκλητος, τον υποδέχτηκαν δυνατά βηξίματα αποδοκιμασίας. Αδιαφόρησε. Χοροστάτησε. Μετά άπλωσε το χέρι του στη χήρα να του το φιλήσει. Εκείνη το αγνόησε και λέει πού είναι ένα τίμιο χέρι να το φιλήσω.

Πιάνει λοιπόν το χέρι του Πυρουνάκη και το φιλάει. Υστερα έσκυψε να προσκυνήσει το φέρετρο. Και κείνη τη στιγμή ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή. Αθάνατος. Ολοι στην εκκλησία αρχίσανε να χειροκροτάνε. Η Κα Μαρώ για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Κι αμέσως σηκώθηκε και κοίταξε τον κόσμο. Τα χειροκροτήματα δυναμώσαν, απλώθηκαν και έξω από την εκκλησία στους χιλιάδες που συνωστίζονταν στο σοκάκι της Κυδαθηναίων. Τότε στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε το αίσθημα της δικαίωσης. Ητανε μια στιγμή αθανασίας. Στεκόμουνα ακριβώς απέναντί της. Δεν θα την ξεχάσω αυτή την έκφραση».

(Αθήνα, 24 Σεπτ. 1971, αρχείο Αλέξανδρου Κοτζιά)