Παρά τις επισκέψεις και παρά τα μεγάλα λόγια, δεν αισθάνομαι πολύ σίγουρος πως μια κεντρική βοήθεια, θα συμβάλλει στο
να σηκωθεί όρθιος όλος ο δήμος ξανά

Από το Αρκαλοχώρι είχα να περάσω έναν χρόνο. Ακριβώς. Όμως την Κυριακή, έχοντας λίγες ελεύθερες ώρες ως τη δουλειά, που τις αντιμετωπίζω σαν ρεπό, είπα να πάρω τη μπέμπα με τη μαμά της για μια βόλτα στο χωριό.

Όπως κάνω πάντα, πριν να φθάσω στους Κασσάνους, κι ενώ μπορώ να πάρω τον Περιφερειακό, περνώ μέσα από το Αρκαλοχώρι, κοιτάζω πόσο πολύ έχει εξελιχθεί η μικρή κωμόπολη των παιδικών μου χρόνων και σταματώ οπωσδήποτε για καφέ και γλυκό. Ανεξάρτητα από το ότι βρίσκομαι μόλις πέντε λεπτά μακριά από το σπίτι μας, τη στάση τη θεωρώ επιβεβλημένη κι είναι μια συνήθεια που δεν θέλω να χαλάσω.

Εκείνη η προχθεσινή Κυριακή όμως, μου έκανε εντύπωση. Από το Ηράκλειο κιόλας, έβλεπα τις αφίσες του Ημιμαραθώνιου κι αισθανόμουν υπερήφανος που κάποια παιδιά της γενιάς μου, έχουν τη θέληση και την όρεξη να προχωρήσουν το Αρκαλοχώρι κι όλο τον Δήμο Μινώα Πεδιάδος, μπροστά. Λίγο πριν το χωριό και μπαίνοντας στον κεντρικό δρόμο, είδα μια πόλη γεμάτη ζωή.

Αυτοκίνητα παντού, κόσμος παντού, χαρούμενα πρόσωπα και γεμάτα μαγαζιά. Χάρηκα. Χάρηκα πολύ. Με τον … αέρα του ντόπιου που μου δίνει η καταγωγή του πατέρα μου, αισθανόμουν πως βρισκόμουν στον τόπο μου και συνομιλούσα με γνωστούς και φίλους, που σε πείσμα των καιρών, άφησαν το Ηράκλειο κι επέστρεψαν στο «χωριό μας» για να δημιουργήσουν εκεί.

Στο μυαλό μου έφερνα εικόνες με τη μπέμπα λίγο μεγαλύτερη, με βόλτες κάτω από τις αγαπημένες της μουρνιές, με γιορτές κι αργίες που θα γέμιζαν το πρόσωπο της με ένα χαμόγελο ευτυχίας, μέσα στον τόπο του παππού και της γιαγιάς. Παρά το ότι η απόσταση είχε προστεθεί στα εκατοντάδες καθημερινά μου χιλιόμετρα, γυρίζοντας πίσω κι ερχόμενος προς την εφημερίδα, αισθανόμουν ήρεμος και «γεμάτος». Ικανοποιημένος και χαρούμενος για τον τόπο μου, που προσπαθεί να κοιτάξει μπροστά.

Η Δευτέρα με βρήκε στο δρόμο. Και λίγο μετά τις 9.15 οδηγούσα στο πλάι το αυτοκίνητο μου για να γλυτώσω μια κατολίσθηση, που συνέβαινε κάτω ακριβώς από μεγάλες ανεμογεννήτριες οι οποίες στροβίλιζαν σύννεφα σκόνης. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως γινόταν σεισμός. Ούτε και μπορούσα να δεχτώ πως όλες οι όμορφες εικόνες που γέμισαν το μυαλό το δικό μου και την ψυχή της μπέμπας, κατέρρεαν σε μερικά δευτερόλεπτα.

Τέσσερις ημέρες μετά, παρά τις επισκέψεις και παρά τα μεγάλα λόγια, δεν αισθάνομαι πολύ σίγουρος πως μια κεντρική βοήθεια, θα συμβάλλει στο να σηκωθεί όρθιος όλος ο δήμος ξανά. Αισθάνομαι όμως σίγουρος για τους ανθρώπους και ειδικότερα για τη δική μας γενιά που αποδείχθηκε πολύ δημιουργική. Κι αισθάνομαι βέβαιος, ότι με μόχθο, ιδρώτα και πείσμα, αυτή η ομορφιά που είδε για πρώτη φορά στη ζωή της η μπέμπα θα ξαναφτιαχτεί.