Την πιο αγαπημένη μου όπως φυσιογνωμία την ξέρουν μόνο οι παλαιότεροι κατοικοι του χωριού μου των Δαμανίων. Η ιστορία της ήταν θλιβερή ,αν ήταν αληθινή.Είχε δεί τους Τούρκους να σκοτώνουν τους γονείς της με πολύ βάρβαρο τρόπο

Ήταν  «φυσιογνωμίες και  χαρακτηριστικές φιγούρες» μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Με αφορμή τον θάνατο του Μάρκου που φορούσε στρατιωτική στολή και περιφερόταν στους δρόμους του Ηρακλείου, η θυμησες γύρισαν στα παιδικά και νεανικά χρόνια.

«Ο Μάρκος» έγραφε  σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο του με τίτλο «Οι “τύποι” του παλιού καιρού στο Ηράκλειο»  στην «Π»  ο προϊστάμενος  της Βικελαίας Βιβλιοθήκης κ. Δημήτρης Σάββας- επωνομαζόμενος στρατηγός ή γαλωνάς. Πάντοτε αρεσκόταν στο να κυκλοφορεί στολισμένος με στρατιωτική στολή, με γαλόνια, επωμίδες, σειρίτια, κορδόνια, αστέρια, παράσημα και οτιδήποτε άλλο στρατιωτικό είδος που έβρισκε το φορούσε. Λάτρης του ωραίου φύλου. Αρεσκόταν να κοιτάζει με τις ώρες τις κούκλες στις διάφορες βιτρίνες των καταστημάτων και να τις θαυμάζει! Ηταν μερακλής απ’ ό,τι λένε οι διάφοροι Ηρακλειώτες που τον έζησαν και τον γνώρισαν».

Για τους τύπους αυτούς όπως η Σαββάτω, ο Μάρκος, ο Μανώλας με το χαρακτηριστικό κάρο κλπ, αλλά και για άλλους που έζησαν στο προπολεμικό Ηράκλειο, ο κ. Σάββας έχει γράψει κι ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο

«Οι σπουργίτες των πεζοδρομίων», τίτλος δανεισμένος από σχετικό δημοσίευμα της επίσης τοπικής εφημερίδας Ελευθέρα Σκέψις, της 19ης Δεκεμβρίου 1929.

Στο ίδιο άρθρο μαθαίνουμε για τη  Σαββάτω, η οποία διαρκώς βρισκόταν σε έξαρση κι όταν δεν την πείραζαν η ίδια επεδίωκε να την πειράζουνε. «Εκτονωνόταν με το να βρίζει συνεχώς».

«Στόλιζε»  με τα καθαρογλωσσίδια της αν δεν αγόραζες την πραμάτεια της, τη Λευτερίτσα τη Σμυρνιά που «αρεσκόταν η ίδια στο να τραγουδάει ρεμπέτικα τραγούδια αλλά προπαντός τα σμυρνέϊκα»,  τη Γεσθημανή,  «η οποία θεωρούσε τον εαυτό της ότι είναι αγία, απεσταλμένη του Θεού στη γη» και την Τσουκνίδα, της οποίας το πρόσωπο ήταν γεμάτο με κρεατοελιές. ‘’Μονίμως υποψήφια νύφη, δεχόταν τα πειράγματα και τους αστεϊσμούς όλων. Χαρακτηριστικά της έλεγαν: “δεν σε θέλει ο γαμπρός και θα ψάξει να βρει καμμία άλλη”.  Εκείνη φυσικά αντιδρούσε άσχημα, φώναζε και βλαστημούσε τον καθένα”.

Όσον αφορά τους  άνδρες, ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον  Πάντο, που έδινε το «παρών» σ’ όλες τις εκδηλώσεις της πόλης, ενώ ήταν τακτικός πελάτης του Δημαρχείου και του τότε δημάρχου κ. Μανόλη Καρέλλη που τον επισκεπτόταν συνήθως κάθε Σάββατο προκειμένου να πάρει το “εβδομαδιάτικο”… Οταν πέθανε ο Πάντος,  ένας από τους λίγους που  παρευρέθη  στην κηδεία του ήταν ο τότε δήμαρχος…

Άλλες φυσιογνωμίες που μνημονεύονται στο ενδιαφέρον άρθρο ήταν ο Μένιος, που πάντα κυκλοφορούσε με ποδήλατο και σύχναζε κυρίως στα Ψαράδικα. Ο Στάθης που συνήθιζε να πουλάει μπανάνες. Πολλοί ήθελαν να τον πειράξουν και του έλεγαν “ποιοι έκαναν το ντου στην Αλβανία;” και τότε φυσικά έπαιρναν ανάλογη, συνήθως άσεμνη απάντηση συνοδευόμενη με την κατάλληλη χειρονομία.

Το Γιωργιό από την Τρυπητή, γνωστός για τις μαντινάδες που έλεγε αλλά και για τα τραγούδια του. Πολλοί θα τον θυμούνται να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι «Καναρίνι μου γλυκό, εσύ μου πήρες το μυαλό το πρωί που με ξυπνάς και μου γλυκοτραγουδάς».

Αλλοι τύποι που αναφέρει ο κ. Σάββας ήταν  ο Μανόλης ή το Μανωλιό από τη Χρυσοπηγή, το Αλεκάκι, ο  Κυρλής, ο    Παναγιώτης, που ήταν κοντός και τυφλός και πουλούσε λαχεία. Συνέχεια προέτρεπε τους πελάτες του, λέγοντας: «πάρτε και ίσως», «πάρτε και κάποτε».  Ενα άλλο Γιωργιό επίσης, το οποίο είχε έμμονη ιδέα για να μην υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.  Ο Μανώλης ο Τράκας που ήταν και πρώην συνάδελφος, δημοτικός υπάλληλος δηλαδή. Αδελφός της Τσουκνίδας. Επρόκειτο για δυο αδέλφια που κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια, μια από τις πλουσιότερες οικογένειες του Ηρακλείου.

Εγώ θυμάμαι το Δημητράκη, έναν κοντο, φαλακρό άνδρα που σύχναζε στην περιοχή των Πατελλών και ζητούσε συνεχώς τσιγάρα. Μάλιστα η μητέρα μου είχε φυλαγμένο στην πιατοθήκη  το δικό του φλυτζανακι με το πιατάκι  για  τον ελληνικό καφέ που του έφτιαχνε που και πού ή ένα πιάτο φαί. Πολλές φορές θυμάμαι να ξυπνάω παιδί από τον καλοκαιρινό μεσημεριανό ύπνο και να τον βλέπω να κάθεται στο πεζοδρόμιο στο άδειο απεναντινό σπίτι του Ενωματάρχη, πίνοντας τον καφέ που του ετοίμαζε η μητέρα μου.

Όταν μετακομίσαμε από την οδό Μακεδονίας δεν τον ξαναείδα παρ’ όλο που το νέο μας σπιτι ήταν δύο δρόμους παρακατω στην απέναντι πλευρά της «χωράφας» όπως λέγαμε την έκταση που σήμερα φιλοξενεί τη λαική της Πέμπτης και του Σαββάτου.

Την πιο αγαπημένη μου όπως φυσιογνωμία την ξέρουν μόνο οι παλαιότεροι κατοικοι του χωριού μου των Δαμανίων. Ήταν η περίφημη Θοδώρα, μια γυναίκα που εκείνη την εποχή ήταν «η τρελή του χωριού».  Μια γυναίκα που περπατούσε ξυπόλυτη και πήγαινε στα σπίτια του χωριού χωρίς να πειράζει κανένα. Η ιστορία της ήταν θλιβερή, αν ήταν αληθινή. Είχε δεί τους Τούρκους να σκοτώνουν τους γονείς της με πολύ βάρβαρο τρόπο, με αποτελεσμα να σαλέψει το μυαλό της. Η Θοδώρα μιλούσε μόνο τούρκικα. Τούρκικα μιλούσαν όλοι οι παλαιότεροι Δαμανιανοί που με το πέρασμα του χρόνου έμαθαν να μιλούν ελληνικά.