“Σπούδασα και έκανα αυτά που μου άρεσαν. Έχω μια ζωή πλήρη”

Ήταν στο τιμόνι της Εθνικής Πινακοθήκης για 30 χρόνια. Την χαρακτήρισαν η “αβύθιστη Μαρίνα” και “σιδηρά κυρία”  της Τέχνης ενώ η Le Figaro έγραψε ότι κάποιος σαν αυτήν εμφάνίζεται ένας σε κάθε γενιά.

Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, η κόρη του σιδερά και της αγρότισσας  από το Αρκαλοχώρι πάντως δεν άφηνε κανένα αδιάφορο. Την θυμάμαι σε μια συνέντευξη Τύπου πολύ παλιά στον δήμο Ηρακλείου,να μιλά για τον πατέρα της και πόσο τα αντικείμενα της φωτιάς που δημιουργούσε ήταν  τα πρώτα έργα τέχνης που την  επηρέασαν.

Φορούσε τα αξεσουάρ που ήταν το σήμα-κατατεθέν της και την έκαναν να ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος: ένα υπέροχο μαντήλι, το καπέλο που ελάχιστες Ελληνίδες τολμούσαν να φορέσουν και μια  καρφίτσα έργο τέχνης.

Η  ίδια πάντα μνημόνευε τον πατέρα της και όπως έλεγε, θα ήθελε να την θυμούνται ως την κόρη του σιδηρουργού: «Μια φορά που ζοριζόμουν, λέει ο πατέρας μου: «Μη φοβάσαι, σε έχω νταβλαντίσει». «Τι σημαίνει, ρε πατέρα, αυτό;». «Σημαίνει ότι σε έχω βάλει δυο φορές στη φωτιά, σε έχω κάνει ατσάλι».

Από την άλλη δεν ήταν λίγοι και οι επικριτές της αλλά και οι προσπάθειες… ν’ αφήσει το τιμόνι της Πινακοθήκης. Την κατηγορούσαν για προσωποπαγή διοίκηση, ότι δεν άφηνε  χώρο για νέους ανθρώπους… για συντηρητισμό, ότι δεν υποστήριζε τη Μοντέρνα Τέχνη όσο θα έπρεπε, ή ότι δε βοηθούσε τους νέους καλλιτέχνες. Πάντως η ίδια σπανίως απαντούσε.  “Δεν απάντησα ποτέ στις επιθέσεις που μου έγιναν. Ούτε και σήμερα θέλω να μπω σε αυτή την ιστορία που έχει γίνει χόμπι, ιδιαίτερα με τα social media, των διαξιφισμών, των ύβρεων. Είχα πει στον εαυτό μου: Θα απαντήσω μόνο εάν με κατηγορήσουν ποτέ για οικονομικά σκάνδαλα”.

Όμως τότε που έγινε η ληστεία στην Πινακοθήκη έλεγε στο «Βήμα»: «Η ληστεία ήταν στοχευμένη, διότι έληγε η θητεία μου». … «Ίσως» -συνέχιζε- «είναι ύβρις, αλλά θα το πω: νομίζω ότι ανάλογα αισθήματα δοκίμασα όταν μου είπαν ότι ο άνδρας μου έχει καρκίνο. Η ληστεία ήταν ένας θάνατος. Πέρασα είκοσι χρόνια εδώ μέσα, έζησα μεγάλες στιγμές, αλλά ήταν διάρκεια όλο αυτό, σε αντίθεση με τη ληστεία, που ήταν μια τομή στον χρόνο. Δεν θα ησυχάσω παρά μόνον όταν βρεθούν τα έργα.

…Πολλοί με μισούν ή απλώς δεν με θέλουν. Και εδώ μέσα ακόμα. Κανένας, όμως, δεν θα βρεθεί να πει ότι τον προσέβαλα, ότι φωνάζω στους διαδρόμους. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει ο Παντελής ο Πρεβελάκης: ότι η μεγαλύτερη αρετή στον άνθρωπο είναι η ισοθυμία. Να είσαι ισόθυμος, το θυμικό σου να είναι ελεγχόμενο, να μην έχεις σκαμπανεβάσματα, αλλά να είσαι σταθερός. Αυτό, όμως, κατορθώνεται με κόπο. Δεν γεννιέται έτσι ο άνθρωπος».

Για τα 30 χρόνια της στο τιμόνι της Εθνικής Πινακοθήκης είχε πει στην δημοσιογράφο Μαρία Κατσουνάκη:

«Είμαι ευγνώμων που μου έδειξαν εμπιστοσύνη όλες οι κυβερνήσεις. Το ίδιο το έργο το κέρδισε, βέβαια, αυτό. Οι πολιτικοί είδαν τον κόσμο, είδαν τις ψήφους. Όταν ήρθαν 600.000 για την έκθεση από τον “Θεοτοκόπουλο στο Σεζάν”, και οι ουρές αγκάλιαζαν το κτίριο, ήταν στην αρχή της θητείας μου, τον Δεκέμβριο του ’92».

«Τελικά, η Πινακοθήκη έγινε η ζωή σας;» την είχαν  ρωτήσει σε άλλη συνέντευξη αφού η έναρξη της θητείας της συνέπεσε με την ασθένεια και τον θάνατο  του ανδρα της, του γνωστού φιλόλογου Δημήτρη Πλάκα.

«Ταυτίστηκε» -απάντησε- «τόσο που, αν με ρωτήσετε “ποια είναι η προσωπική σου ζωή”, θα σας πω ότι δεν υπάρχει. Από το ’92 που πέθανε ο Δημήτρης είμαι ουσιαστικά μόνη μου. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό με ανέκοψε, αλλά λίγο πριν πεθάνει μου είπε: “Δεν θέλω να παντρευτείς”. Εγώ το πήρα θετικά. Γιατί δεν ήταν πληθωρικός στα λόγια, δεν μου έλεγε “σ’ αγαπώ”, “σε λατρεύω”, το έδειχνε αλλιώς. Το να μου πει αυτό ήταν σαν μια βαθιά εξομολόγηση έρωτα. Ομως, η παιδεία καταλύει τη μοναξιά. Είχα και έχω τα γραψίματά μου, την τέχνη, τους μαθητές μου που τους λατρεύω και με λατρεύουν. Γι’ αυτό και δεν αναζήτησα σύντροφο. Όλη μέρα είμαι στο ζυγό της Πινακοθήκης».

«Έχω μια ζωή πλήρη. Είχα έναν λατρεμένο σύζυγο που τον έχασα νωρίς. “Έφυγε” έξι μήνες αφότου μπήκα στην Πινακοθήκη. Παντρευτήκαμε όταν εγώ ήμουν 17 κι εκείνος 27. Η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο, 48 χρόνων, όταν βρισκόμουν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Ήταν πληγή ο θάνατός της πολύ μεγάλη. Ο Δημήτρης μού έλεγε ότι έκανα τρία χρόνια να γελάσω…» είχε διηγηθεί  στη Μαρία Κατσουνάκη σε  περσινή συνεντευξή της  την οποία  προφητικά έκλεινε με τα παρακάτω λόγια:

«Για να επιστρέψω, όμως, στην αρχή. Σπούδασα και έκανα αυτά που μου άρεσαν. Είχα μαθητές που αγαπώ και με αγαπούν. Ήρθα σε αυτό το μουσείο και έκανα πράγματα που πέτυχαν, όσο πέτυχαν. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι μόνο την αρρώστια. Και για ένα πράγμα στενοχωριέμαι: Δεν θα προλάβω να δω τις τεχνολογικές εξελίξεις».