Ακούει εμβόλιο και σου λέει: «σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις»

Η Μαρίνα δεν είναι αρνήτρια. Φοβάται το εμβόλιο, όμως σκεφτόταν σοβαρά να το κάνει. Την πρόλαβαν οι εξελίξεις. Ζορίστηκε (και ακόμα ζορίζεται) και ας λέει διαρκώς «και μη χειρότερα» επειδή γλίτωσε την εισαγωγή στο νοσοκομείο.

Η Ρίτσα το σκέφτεται διπλά και τριπλά. Κάθε χρόνο ταλαιπωρείται από αλλεργίες και πολλά άλλα. Έτρεμε το εμβόλιο της γρίπης, αυτό εδώ το χέζεται (με το συμπάθιο).  «Δεν θα αφήσω εγώ τα παιδιά μου ορφανά» λέει.

Η Ανθούλα πάλι μοιάζει να έχει μείνει  στο… μετέωρο βήμα του πελαργού.  Μία μπρος και μία πίσω. Σύγκρουση λογικής και θυμικού. Είναι σε δίλλημα και προτιμά να την βγάλει από το αδιέξοδο το ίδιο το κράτος, με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.

Η Ανθούλα Νο2 δηλώνει ότι δεν έχει καμία εμπιστοσύνη σε κανένα και δεν θέλει να κάνει το εμβόλιο διότι τα έχουν κάνει «σαλάτα».

Η Δήμητρα, όπως πάντα, στο τραμ το τελευταίο. Βλέποντας και κάνοντας.

Ο Γιάννης «να ‘χαμε να λέγαμε και να ‘χαμε να πούμε». Του λες εμβόλιο, σου λέει: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολύδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι…».

Ο Μάνος «από δω παν και οι άλλοι». Πού; Μην σας δείξω καλύτερα.

Ο Αιμίλιος έκανε εντελώς τυχαία το Τζόνσον στη Γερμανία αλλά, λέει, το μετάνιωσε. Τον έχει πιάσει η παρενέργεια της “ταινίας” στο φαγητό.

Ο καθένας με τις ιδέες του, τη γνώμη του, τις φοβίες του και τις συνωμοσίες του.

Το εμβόλιο το έκανα. Δεν πέταξα από τη χαρά μου, όμως δεν το φοβήθηκα κιόλας. Είπα απλώς «ας το κάνω, μήπως και πάμε παρακάτω».

Καθόλου δεν μου αρέσουν οι διαχωρισμοί εμβολιασμένων-μη εμβολιασμένων. Από την άλλη, δεν έχουν βοηθήσει, η αλήθεια να λέγεται, και οι χειρισμοί του κράτους, πολύ περισσότερο οι αντικρουόμενες απόψεις των ειδικών (εντός και εκτός εισαγωγικών) για τον εμβολιασμό.

Όμως, κοπέλια, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Η ζωή μάς ξεπερνά όλους. Τουλάχιστον, ας σεβόμαστε και ας τηρούμε βασικούς κανόνες στην καθημερινότητα μας. Δεν χρειάζεται τόσο δηλητήριο. Αρκετή τοξικότητα έχει η όλη φάση.

Προχθές ήμουν σε ένα μεγάλο σούπερ-μάρκετ. Στο ασανσέρ αναγραφόταν ότι επιτρέπεται ένα άτομο τη φορά, εκτός και αν πρόκειται για μέλη της ίδιας οικογένειας. Περίμενα την σειρά μου όταν ένιωσα  να με ακουμπάει πίσω ένα τεράστιο καρότσι με ψώνια, το οποίο συνόδευαν μια ηλικιωμένη κυρία με τους δύο γιους της. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπαίναμε όλοι μαζί στο ασανσέρ. Θα ήμασταν σαν τις σαρδέλες. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα έμπαινα ούτε προ πανδημίας.

Και τότε, η φαινομενικά καλοσυνάτη κυριούλα  μεταμορφώθηκε σε κόμπρα, έτοιμη να μου επιτεθεί. Σκέτο δηλητήριο, από το βλέμμα μέχρι τα λόγια της. Ο ανελκυστήρας ανέβαινε και την έβλεπα να βγάζει ακόμα φλόγες από τα μάτια και να κουνάει έντονα τα χέρια της.

Και οι γιοι σούζα και τσιμουδιά… Τα καημένα τα παιδιά!